Αν δεν ήσασταν ποτέ αναγνώστης των περιπετειών της λεγόμενης "Θρυλικής Τετράδας" (οι τέσσερις φίλοι που πρωταγωνιστούσαν στα περιοδικά "Μικρός Σερίφης, "Μικρός Κάου-μπόυ", "Μικρός Αρχηγός"), τότε ίσως να μην γνωρίζετε για τον πλατωνικό έρωτα μεταξύ των δύο εξ αυτών, του δεκαοχτάχρονου Τζιμ Άνταμς και της δεκαεπτάχρονης Ντιάνας Μόρισον. Ένας έρωτας που δεν εξελίχθηκε ποτέ, καθώς τα περιοδικά αυτά χαρακτηρίζονταν "παιδικά", οπότε δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ κάτι μεταξύ τους.
Έπρεπε να περάσουν κάποιες δεκαετίες για να χαρούμε με την ερωτική συνεύρεση των δύο χαρακτήρων, χάρη στο κείμενο ενός νέου συγγραφέα.
Ένα μικρό αριστούργημα ή μια μεγάλη ύβρη; Τα συναισθήματα ανάμικτα για κάποιους που διάβασαν την παρακάτω ιστορία τον Ιούλιο του 2010, στο blog του "Club Φίλων Μικρός Σερίφης". Εμείς ένα έχουμε να πούμε: πως περιμέναμε πολλά χρόνια για να "ζήσουμε" τα γεγονότα που περιγράφει ο φίλος Βαγγέλης Αράπης, ενώ κάποιοι άλλοι ζηλεύουμε που δεν προλάβαμε να γράψουμε εμείς αυτή την ιστορία...
Είναι είκοσι λεπτά μετά τις δώδεκα, ένα βραδάκι του Αυγούστου στο Ντάρκσβιλ, μια μικρή κωμόπολη ανατολικά του Ντάλλας. Επικρατεί ιδιαίτερη ζέστη απόψε με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι να κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα. Τα τέσσερα θρυλικά παιδιά του νόμου βρίσκονται στα δωμάτιά τους, στο κεντρικό ξενοδοχείο της πόλης. Έχουν πέντε ημέρες στη διάθεσή τους χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα. Ο κάπταιν Κούπερ τους έχει τηλεγραφήσει να μην βιαστούν καθόλου να επιστρέψουν στο Ώστιν, ύστερα από την τόσο δύσκολη, τελευταία αποστολή που έχουν φέρει εις πέρας. Είναι από τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχουν τα παιδιά για να ξεκουραστούν λίγο.
Ο Τζιμ Άνταμς είναι αυτή την ώρα ξαπλωμένος στο δωμάτιό του, έχοντας μια παράξενη διάθεση. Αισθάνεται πως οι τέσσερις τοίχοι που τον περιβάλλουν πλησιάζουν προς το μέρος του. Ξαφνικά, μια ανεξήγητη δύναμη τον σπρώχνει να σηκωθεί όρθιος. Χωρίς καν και ο ίδιος να το καταλάβει πετάγεται σαν ελατήριο από το κρεβάτι του και σε χρόνο μηδέν βρίσκεται στην πόρτα. Ανοίγοντάς την προσεκτικά, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, βγαίνει έξω αργά, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά του. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται έξω από την πόρτα του διπλανού δωματίου. Το χέρι του σηκώνεται σχεδόν διστακτικά για να χτυπήσει την ξύλινη επιφάνεια της πόρτας αλλά δεν προλαβαίνει.
Η πόρτα ανοίγει ελαφρά αποκαλύπτοντας το πανέμορφο πρόσωπο της θρυλικής αμαζόνας, Ντιάνας Μόρισον.
«Ντιάνα!», «Τζιμ!», λένε και οι δυο μαζί χαμηλόφωνα.
Ο Τζιμ μπαίνει μαζεμένος μέσα και κατακόκκινος, κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Τζιμ», του λέει πρώτη η Ντιάνα, κλείνοντας την πόρτα, «ήμουν έτοιμη να έρθω στο δωμάτιο σου, χωρίς να ξέρω το γιατί αλλά όπως φαίνεται κι εσύ σκεφτόσουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Μα… Τζιμ… τι έπαθες;».
Η Ντιάνα προφέρει τα τελευταία λόγια προσέχοντας το κατακόκκινο πρόσωπο του θρυλικού Ελληνόπουλου και το συνεχώς χαμηλωμένο του βλέμμα.
«Ντιάνα, κάτι… κάτι με έσπρωξε να έρθω στο δωμάτιό σου… Δεν ξέρω τι! Πρώτη φορά νιώθω έτσι στη ζωή μου!».
«Ακριβώς αυτό νιώθω κι εγώ, Τζιμ! Τι μας συμβαίνει;», λέει σιγοψιθυρίζοντας το θρυλικό κορίτσι.
Χωρίς να προφτάσουν να πουν περισσότερα, νιώθουν μια ακατανίκητη έλξη να τους πιέζει ν’ αγκαλιαστούν και να φιληθούν με πάθος, ενώνοντας λυσσασμένα τα χείλη τους και τις γλώσσες τους, σαν βδέλλες που ψάχνουν απεγνωσμένα για αίμα σε νέα θύματα. Αυτή η ενέργεια αφήνει και τους δυο κατάπληκτους. Ο Τζιμ νιώθει το πρόσωπό του να κοκκινίζει περισσότερο, την καρδιά του έτοιμη να εκραγεί, χοντρούς θρόμβους ιδρώτα να λούζουν το μέτωπό του και μια αναίσχυντη μάζα να σκληραίνει ανάμεσα στα πόδια του. Αυτό το τελευταίο τον κάνει να τρελαθεί από ντροπή με αποτέλεσμα να προσπαθεί να απομακρυνθεί από την ζεστή αγκαλιά της πολυαγαπημένης του φίλης κι υπαρχηγού. Η Ντιάνα, όμως, δεν έχει σκοπό να τον αφήσει από τα φλογέρα πλοκάμια του σφιχτού εναγκαλισμού της.
«Τζιμ», του λέει, κοιτάζοντάς τον μ’ ένα πρωτόγνωρο για τον Τζιμ λάγνο βλέμμα, «μην μου αντιστέκεσαι, αυτό που μας συμβαίνει τώρα ίσως έπρεπε να το ζήσουμε πολύ καιρό πριν. Δεν ξέρω τι μας έφερε απόψε κοντά, αλλά να’ σαι σίγουρος πως δεν μετανιώνω καθόλου που συνέβη!».
Ο Τζιμ την κοιτάζει με μια απότομη λάμψη στο βλέμμα του. Με μια αστραπιαία κίνηση δίνει ένα δυνατό, καυτό φιλί πάνω στα ροδοκόκκινα χείλη της ατρόμητης κοπέλας κρατώντας με τα χέρια του τα μάγουλά της.
«Τα παιδιά μόνο σκέφτομαι τώρα», του λέει η Ντιάνα, προσπαθώντας να βρει την αναπνοή της και το καρδιοχτύπι της μετά από το θερμό φιλί του αρχηγού της.
«Ανησυχώ μήπως ξυπνήσουν ξαφνικά και μας αναζητήσουν! Δεν θα’ θελα με τίποτα να καταλάβουν τι μας συμβαίνει τώρα, ειδικά ο Τσιπ!».
«Μην ανησυχείς, Ντιάνα, είναι αρκετά κουρασμένοι και οι δυο ώστε να μην ανησυχήσουμε καθόλου για τις επόμενες τρεις ώρες τουλάχιστον. Ο Πέπε δεν θα ξυπνήσει σίγουρα έως αύριο το μεσημέρι», της λέει αναψοκοκκινισμένος ο Τζιμ διπλοκλειδώνοντας την πόρτα ταυτόχρονα.
Πλησιάζοντας προς το μέρος της την σηκώνει αγκαλιά με μια κίνηση με τα δυο του δυνατά μπράτσα, οδηγώντας την με ολοφάνερο πόθο και λαχτάρα στο κρεβάτι της. Ύστερα από τρεις ολόκληρες ώρες που ούτε οι πιο ευφάνταστοι ερωτικοί συγγραφείς δεν θα ήταν ικανοί να περιγράψουν, τα δυο παιδιά βρίσκονται μισοντυμένα στο κρεβάτι αγκαλιά, εξουθενωμένα από τον ξέφρενο, ερωτικό παροξυσμό που μόλις έζησαν, βαριανασαίνοντας και κοιτάζοντας ο ένας τα μάτια του άλλου με βαθειά αγάπη. Είναι φανερό πως περίμεναν πολύ καιρό αυτή την πολυπόθητη στιγμή.
«Δεν… δεν έχω ξανανιώσει πιο όμορφα στη ζωή μου», μουρμουρίζει ο Τζιμ κοιτάζοντας με απέραντη λατρεία την σύντροφό του. «Νομίζω πως όλο τον καιρό που είμαστε μαζί ήμουν ερωτευμένος μαζί σου αλλά δεν τολμούσα να το ομολογήσω στον εαυτό μου».
«Ναι», του λέει η Ντιάνα, «ακριβώς το ίδιο ένιωθα κι εγώ! Μου φαίνεται απίστευτο που στερηθήκαμε τόσον καιρό κάτι το τόσο φυσιολογικό έστω και με τόσες περιπέτειες να μην μας αφήνουν το χρόνο να σκεφτούμε ξεκάθαρα τι νιώθουμε ο ένας για τον άλλον».
Ο Τζιμ της ρίχνει ένα λαμπερό βλέμμα, γεμάτο αγάπη και μελλοντικές υποσχέσεις, ενώ σύγκαιρα της λέει με σοβαρό ύφος: «Είναι αδιανόητο το γεγονός πως χρειάστηκαν τόσες πολλές εκατοντάδες τεύχη για να μας τύχει αυτό απόψε. Ο Μίστερ Ντρινκερ κι ο Μίστερ Τζωρτζ άργησαν πολύ να μας λυπηθούν!».
«Σωστά!», λέει χαμογελώντας η Ντιάνα. «Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι όμως, ομολογώ πως όταν ήμασταν αντιμέτωποι με τους Ελ Καπιτάν και Ελ Ατατούρκ, ο Μίστερ Τζωρτζ έγραψε κάτι χαρακτηριστικό για τα συναισθήματά μας. Κι ας μην ξεχνάμε ποτέ πως τους χρωστάμε την αιώνια νιότη μας!».
«Έχεις απόλυτο δίκιο, Ντιάνα μου», της λέει σκεφτικός ο Τζιμ. «Αναρωτιέμαι ποιος από τους δυο να είναι υπεύθυνος για ετούτο το βραδινό θαύμα. Αν δεν κάνω λάθος ο Μίστερ Τζωρτζ έχει φύγει από τη ζωή εδώ και κάμποσα χρόνια κι ο Μίστερ Ντρινκερ έχει να δημοσιεύσει νέα ιστορία επίσης αρκετό καιρό».
«Πολύ σωστή η σκέψη σου, Τζιμ!», του λέει η θρυλική αμαζόνα κοιτάζοντας τον σύντροφό της με απέραντο, ανυπόκριτο θαυμασμό.
Το θρυλικό Ελληνόπουλο παραμένει σκεφτικό και συνοφρυωμένο. Ξαφνικά λέει σαν να μονολογεί: «Λες να έγραψε αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι της συνεύρεσής μας κάποιος νέος, αμφιλεγόμενος συγγραφέας;».
Η Ντιάνα τον κοιτάζει σχεδόν σαστισμένη.
«Νε… νέος, αμφιλεγόμενος συγγραφέας; Θες να πεις πως οι τύχες μας και οι ζωές μας κρέμονται από κάποιον που ούτε καν γνωρίζουμε;», λέει με φόβο η Ντιάνα.
Ο Τζιμ σηκώνεται από το κρεβάτι κι αρχίζει σιγά-σιγά να ντύνεται με ζωγραφισμένη απροθυμία λέγοντας: «Δεν πιστεύω πως κινδυνεύουμε άμεσα, εξάλλου του χρωστάμε τρεις παραδεισένιες ώρες! Σωστά… Βαγγέλη Αράπη;», λέει άξαφνα ο Τζιμ, δυναμώνοντας τη φωνή του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα το ταβάνι του δωματίου.
«Μα... μα τι λες, Τζιμ; Δεν καταλαβαίνω τίποτα!», ψελλίζει σαν χαμένη η Ντιάνα. «Θα καταλάβεις αμέσως τι εννοώ, Ντιάνα μου» της λέει. «Αυτά που ζούμε αυτή τη στιγμή είναι όλα βγαλμένα από την φαντασία του αμφιλεγόμενου συγγραφέα που σου ανέφερα… Τα λέω σωστά πατριώτη;».
«Πολύ σωστά τα λες, φίλε Τζιμ, όπως πάντα άλλωστε!», λέει μια φωνή από το πουθενά. «Αλλά πως είναι δυνατόν να με κατάλαβες; Μόλις τώρα γράφω την ιστορία!».
Ο Τζιμ χαμογελάει φιλικά στην άγνωστη φωνή που ακούστηκε σαν να ήρθε κατευθείαν από το υπερπέραν μέσα στο δωμάτιο. «Δεν με ονόμασε τυχαία ο Μίστερ Τζωρτζ “πανούργο Ελληνόπουλο”, Βαγγέλη… Κάτι ήξερε!».
«Άλλο το να είσαι πανούργος κι άλλο το να είσαι… Μάγος», του λέει η άγνωστη φωνή με το ασυνήθιστο ελληνικό όνομα.
«Πολύ σωστή η παρατήρησή σου, Βαγγέλη αλλά ας μου επιτρέψεις να μην σου αποκαλύψω περισσότερα. Θέλω μόνο να σ’ ευχαριστήσω θερμά για την υπέροχη αποψινή βραδιά που μας έγραψες να ζήσουμε!», λέει με φωνή γεμάτη απέραντη ευγνωμοσύνη ο Τζιμ.
«Η χαρά είναι όλη δική μου, παιδιά!», λέει η απροσδόκητη φωνή. «Πολλά χρόνια τώρα περίμενα να συμβεί αυτό που μόλις σας έγραψα. Για να είμαι ακριβής, εικοσιπέντε χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή!».
«Ευ... ευχαριστούμε πολύ, Βαγγέλη», λέει κι η Ντιάνα προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη και την ντροπή που είναι βεβαίως εντελώς δικαιολογημένη.
Η φωνή του “συγγραφέα” δεν προφταίνει ν’ αποκριθεί στη Ντιάνα γιατί ακούγονται τρία ελαφρά χτυπήματα στην πόρτα.
«Είστε καλά, χλωμοί αδελφοί μου; Άκουσα φωνές και ήρθα να δω μήπως συμβαίνει τίποτα», λέει μια σιγανή φωνή που δεν είναι άλλη φυσικά από αυτή του δωδεκάχρονου Ινδιανάκου, Τσιπιρίπο.
«Όλα είναι εντάξει, Τσιπ!», αποκρίνεται ο Τζιμ κάνοντας σύγκαιρα νόημα στην Ντιάνα να ντυθεί γρήγορα. «Μόλις βοήθησα την Ντιάνα σε κάποιο πολύ σοβαρό ζήτημα που την απασχολούσε. Κοιμήσου τώρα και μην ανησυχείς», του λέει αμήχανα ο Τζιμ.
«Εντάξει χλωμέ αδελφέ μου», λέει εφησυχασμένος ο μικρός Κομάντσι κι απομακρύνεται με ανάλαφρο βηματισμό από την πόρτα, αθόρυβα εντελώς όπως όταν ήρθε.
«Ω, Θεέ μου, τι ντροπή!», κάνει η Ντιάνα. «Συνέβη ακριβώς αυτό που φοβόμουνα! Ο Τσιπ θα αναρωτιέται τι συμβαίνει. Ευτυχώς που δεν άκουσε τίποτα από την συνεύρεσή μας. Αυτό τουλάχιστον θέλω να πιστεύω, δεν κάναμε πολύ θόρυβο».
«Πάντως δε νομίζω να μας ρωτήσει τίποτα αύριο, ο Τσιπιρίπο, είναι πολύ διακριτικός», λέει ο Τζιμ γρήγορα, τελειώνοντας το ντύσιμό του.
«Μακάρι», του λέει η Ντιάνα. «Είναι πολύ μικρούλης για κάτι τέτοια, κι απ’ όσο γνωρίζω θα παραμείνει μικρούλης γι’ αρκετό καιρό ακόμα. Θα ένιωθα τρομερή αμηχανία μπροστά του αν με κοιτούσε μ’ εκείνο το πανέξυπνο βλέμμα του».
«Τέλος πάντων, επιστρέφω στο δωμάτιό μου τώρα γιατί πολλοί μαζευτήκαμε τελικά και δεν θέλω να κινήσω άλλες υποψίες. Καληνύχτα Ντιάνα!», λέει βιαστικά ο Τζιμ βγαίνοντας από το δωμάτιο.
«Καληνύχτα, Βαγγέλη», λέει χαμηλόφωνα το πραγματικά πανούργο Ελληνόπουλο, κοιτάζοντας το ταβάνι και κλείνοντας πονηρά το μάτι, λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω του.
«Καληνύχτα, Τζιμ!», του λέει ψιθυριστά η Ντιάνα και στρέφοντας τα όμορφα μάτια της στο ταβάνι, ενώνει τα χέρια της σταυρώνοντας τα δάχτυλα της, λέγοντας με σιγανή αλλά γεμάτη θέρμη φωνή:
«Σ’ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ ! ! !»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου