Συγγραφέας: Π.Π.Π.
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, βάζει το πόδι του στον αναβολέα και ανεβαίνει στο άλογό του. Γυρίζει και ρίχνει μια ματιά στον άνθρωπο που στέκεται πίσω του, πάνω σε ένα δεύτερο άλογο.
Εκείνος, ένας αξύριστος άντρας με σκληρά χαρακτηριστικά, έχει καρφωμένα τα μάτια πάνω του, ενώ ένα ειρωνικό χαμόγελο έχει μείνει από ώρα αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Τα χέρια του βρίσκονται δεμένα με χειροπέδες πίσω από τις πλάτες του, όμως δεν φαίνεται να είναι αυτό που τον ενοχλεί.
Ο σερίφης χτυπάει ελαφρά με τα πόδια τα πλευρά του αλόγου του και εκείνο ξεκινά αργά. Το δεύτερο άλογο ακολουθεί αναγκαστικά, καθώς τεντώνεται το σχοινί που το δένει με την σέλα του πρώτου ζώου.
Το γραφείο του σερίφη βρίσκεται στο κέντρο του Λάργκο, έτσι έχουν να διανύσουν μια αρκετά μεγάλη απόσταση μέχρι να βγουν από την πόλη. Σε όλο αυτό το διάστημα τα μάτια του σερίφη βρίσκονται διαρκώς καρφωμένα μπροστά του, στο βάθος του κεντρικού δρόμου που βγάζει στα λιβάδια.
Αδιαφορεί παντελώς για το πλήθος του κόσμου που έχει συγκεντρωθεί αριστερά και δεξιά του δρόμου και που συνεχώς αυξάνεται, καθώς οι δύο καβαλάρηδες περνούν μπροστά από την τράπεζα και τα διάφορα εμπορικά.
Οι περισσότεροι τους κοιτάζουν ανέκφραστοι, υπάρχουν όμως και πολλοί που στα μάτια τους λάμπει η οργή και η αγανάκτηση. Κανένας, όμως, δεν μιλά. Όλοι στέκονται ακίνητοι, ακόμα και κάποια παιδιά που κρατούν από το χέρι τις μητέρες τους. Καταλαβαίνουν κι εκείνα πως κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει σήμερα στη πόλη τους.
Την ώρα που οι δύο καβαλάρηδες φτάνουν στα τελευταία σπίτια της πόλης, μια νεαρή μαυροντυμένη γυναίκα πετάγεται ξεφωνίζοντας μέσα από το πλήθος.
-Την κατάρα μου, να’ χετε!, φωνάζει τρέχοντας προς το μέρος τους. Την κατάρα μου!
Σκύβει κι αρπάζει από κάτω μια πέτρα, όμως δεν προλαβαίνει να την πετάξει καθώς την ίδια στιγμή πέφτουν πάνω της δύο άλλες γυναίκες και την συγκρατούν.
-Ηρέμησε, καλή μου…, της λέει μια από αυτές. Κάνε κουράγιο και συγκράτησε την οργή σου…
Η δύστυχη κοπέλα, βλέποντας πως δεν μπορεί πια να προλάβει τους δύο άντρες, σωριάζεται στο χώμα του δρόμου κλαίγοντας.
-Πώς μπορώ; λέει μέσα στα αναφιλητά της. Πώς μπορώ;
Την ίδια στιγμή, μια ομάδα νεαρών ανδρών ξεκόβει από το υπόλοιπο πλήθος. Φορούν όλοι τους ρούχα κάου-μπόυ και κατευθύνονται με γρήγορα βήματα πίσω από τον στάβλο του ξενοδοχείου της πόλης. Εκεί τους περιμένει ένας πιτσιρικάς, όχι πάνω από δεκαέξι ετών. Πλάι του βρίσκονται δεμένα εννέα άλογα, όσοι είναι στο σύνολο κι εκείνοι.
-Τι έγινε; ρωτάει τους νεοφερμένους.
-Σαν τι ήθελες να γίνει, Χόμπερ; του απαντάει ένας από αυτούς. Δεν ξέρεις πόσο αγύριστο κεφάλι είναι ο Γκάρετ;
-Δηλαδή ακολουθούμε το σχέδιο, Πατ;
Ο άλλος έχει ήδη ανέβει στο άλογό του.
-Ναι, λέει. Και για το καλό του σερίφη, ελπίζω να μην μας φέρει καμία αντίσταση…
Σε λίγο, οι εννέα καβαλάρηδες βγαίνουν καλπάζοντας από την αντίθετη πλευρά της πόλης από εκείνη που έφυγε ο σερίφης με τον κρατούμενό του.
Η σκόνη που σηκώνουν τα πέταλα των ζώων αργεί πολύ να κατακαθίσει καθώς δεν φυσάει καθόλου αέρας.
Την σκόνη αυτή βλέπει και ο δήμαρχος του Λάργκο από το παράθυρο του γραφείου του. Τα φρύδια σμίγουν στο μέτωπό του.
-Οι ανόητοι!, λέει. Το είπαν και το’ καναν!
Γυρίζει εκνευρισμένος και κάθεται σε μια φαρδιά πολυθρόνα. Ακουμπάει τους αγκώνες στα γόνατα και χώνει το πρόσωπό του στις παλάμες του.
-Γιατί δεν με άκουσες, Νατ; ψιθυρίζει. Γιατί;
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, βάζει το άλογό του να κινηθεί με ελαφρύ τροχασμό. Τώρα που βγήκαν από την πόλη θέλει να απομακρυνθούν όσο μπορούν γρηγορότερα. Στα αυτιά του έχει απομείνει ο ήχος από την φωνή εκείνης της νεαρής γυναίκας…
«Την κατάρα μου! Την κατάρα μου!».
Το δεύτερο άλογο ακολουθεί με την ίδια ταχύτητα. Το ειρωνικό χαμόγελο δεν έχει σβήσει στιγμή από το πρόσωπο του αναβάτη του, ο οποίος φαίνεται πως είναι έμπειρος καβαλάρης, μιας και δεν δείχνει να δυσκολεύεται να σταθεί στη σέλλα με τα χέρια δεμένα.
Μισή ώρα αργότερα, ο σερίφης τραβάει ελαφρά τα χαλινάρια και κόβει ταχύτητα. Το δεύτερο άλογο έρχεται πλάι του κι εκείνος γυρίζει και κοιτάζει τον κρατούμενό του.
Για λίγο, τα βλέμματα των δύο ανδρών συναντιούνται. Τα μάτια τους μένουν καρφωμένα σαν να προσπαθούν να καταλάβει ο ένας τι σκέφτεται ο άλλος.
-Ράντλεϊ, λέει στο τέλος ο αντιπρόσωπος του νόμου, στη θέση σου δεν θα είχα το κέφι να χαμογελάω έτσι…
-Ίσως όχι, ίσως και ναι…, του απαντά ο άλλος. Νομίζω άλλωστε ότι δεν διαφέρουμε και πολύ εμείς οι δύο…
Είναι η σειρά του σερίφη να χαμογελάσει.
-Εδώ είναι που κάνεις λάθος, Ράντλεϊ. Εμείς οι δυο δεν έχουμε τίποτα κοινό. Εσύ είσαι ένας αδίστακτος δολοφόνος, ενώ εγώ τραβάω πιστόλι μόνο για να υπερασπιστώ το νόμο…
-Αηδίες! Είμαστε από την ίδια πάστα, Γκάρετ! Για να το παίζεις υπερασπιστής του δικαίου θα πρέπει να έχεις και λίγο συναίσθημα μέσα σου. Κάποιος άλλος στη θέση σου δεν θα είχε σταθεί τόσο σκληρός απέναντι στους συμπολίτες του. Ούτε, φυσικά, απέναντι σ’ εκείνη τη γυναίκα! Αν ήσουν αυτός που λες, εγώ τώρα δεν θα βρισκόμουν στη ζωή…
-Και πάλι κάνεις λάθος, Ράντλεϊ. Υπάρχουν κι άλλου είδους πράγματα που μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο σκληρό κι ας έχει συναισθήματα μέσα του. Μάλλον δεν σου έχει μιλήσει ποτέ κανείς για το καθήκον… Ένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει κάποιες στιγμές να βάζει στην άκρη τα συναισθήματά του… Εγώ είχα καθήκον να φερθώ σκληρά στους συμπολίτες μου! Ακόμα και σ’ εκείνη την άμοιρη…
Για λίγο δεν μιλά κανείς. Ο μόνος θόρυβος που ακούγεται είναι αυτός που κάνουν τα πέταλα των αλόγων καθώς χτυπούν στο χώμα.
Έπειτα, ένα ερώτημα βγαίνει από τα χείλη του άντρα που ο σερίφης ονόμασε Ράντλεϊ. Ένα ερώτημα που ο αντιπρόσωπος του νόμου ήταν βέβαιος πως θα το άκουγε.
-Γκάρετ… Πιστεύεις ειλικρινά ότι θα προλάβεις να φτάσεις ποτέ στο Φορτ Σταρ; Το ξέρεις ότι πάνω στο βουνό θα σε περιμένουν οι δικοί μου;
Ο σερίφης τραβάει το χαλινάρι και τα ζώα σταματούν. Γυρίζει και κοιτάζει με σκληρό βλέμμα τον συνομιλητή του.
-Δεν ξέρω αν θα προλάβω να σε παραδώσω στον δικαστή, του λέει. Ξέρω όμως ότι θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να το κάνω…
Μια σκιά φόβου περνάει για μια στιγμή από τα μάτια του άντρα. Μόνο για μια στιγμή, όμως. Στη συνέχεια το ειρωνικό χαμόγελο επανέρχεται στα χείλη του και στρέφει αλλού το βλέμμα.
Ο σερίφης βάζει το άλογό του να ξεκινήσει και πάλι.
Στο βάθος, ο δρόμος χάνεται στους πρόποδες του βουνού.
Ξέρει πως εκεί τον περιμένει το πεπρωμένο του. Ένα πεπρωμένο που ποτέ δεν προσπάθησε να αποφύγει.
Καμία πνοή ανέμου. Κι ο ήλιος αρχίζει να τους ζεσταίνει, παρόλο που είναι ακόμα πρωί…
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, κάθεται στο γραφείο του ανακατεύοντας κάτι παλιές επικηρύξεις. Ξεχωρίζει μια από αυτές και κοιτάζει για ώρα το πρόσωπο που βρίσκεται τυπωμένο πάνω της.
Θα’ λεγες πως προσπαθεί να αποτυπώσει στη μνήμη τα χαρακτηριστικά, αν και είναι εμφανές πως η εκτύπωση είναι πολύ κακή για να μπορείς να βασιστείς σ’ αυτή.
Η επικήρυξη αφορά τον Σκοτ Ράντλεϊ, έναν κακοποιό που με την συμμορία του έχει κάνει πολλές φορές επιθέσεις σε άμαξες και σε τράπεζες, σε όλη την επικράτεια της Πολιτείας. Μόλις χθες έφτασε ένα τηλεγράφημα από το Φορτ Σταρ που ενημέρωνε τον σερίφη ότι πρέπει να έχει αυξημένη την προσοχή του καθώς η συμμορία είχε εμφανιστεί την τελευταία φορά κοντά στο Λάργκο.
Ξαφνικά, ακούγονται απόμακροι πυροβολισμοί. Στην αρχή αραιά και γι’ αυτό δεν δίνει μεγάλη σημασία, σύντομα όμως πυκνώνουν απότομα.
Η πόρτα του γραφείου του ανοίγει και μπαίνει ένας παχουλός άντρας με γκρίζα ποδιά. Πρόκειται για τον κουρέα που έχει το μαγαζί του ακριβώς δίπλα.
-Σερίφη, του λέει, κάτι πρέπει να συμβαίνει. Ακούγονται πυροβολισμοί!
-Τους άκουσα κι εγώ, Τομ, λέει ο αντιπρόσωπος του νόμου καθώς σηκώνεται και φοράει τη ζώνη με το πιστόλι του.
Βγαίνει στο δρόμο και κοιτάζει προς την κατεύθυνση που ακούγονται οι ήχοι. Όλοι όσοι βρίσκονται στο δρόμο εκείνη τη στιγμή, κάνουν το ίδιο.
-Ακούγονται από τη μεριά που είναι το ραντς των Φλάχερτυ, λέει κάποιος.
-Όσοι θέλουν να με ακολουθήσουν, να σελώσουν τώρα τα άλογά τους!, φωνάζει ο σερίφης. Κάποιοι άνθρωποι εκεί, ίσως να χρειάζονται τη βοήθειά μας!
Μαζί με τον αντιπρόσωπο του νόμου στην πόλη, καμιά δεκαριά κάου-μπόυς τρέχουν αριστερά και δεξιά ενώ κάποιοι έχουν ήδη τα άλογά τους έτοιμα και περιμένουν να έρθει ο σερίφης για να τον ακολουθήσουν.
Έτσι και γίνεται. Σε πέντε λεπτά, ο σερίφης με δεκαπέντε ακόμα άντρες, καλπάζουν με κατεύθυνση το ραντς των Φλάχερτυ. Δεν αργούν να φτάσουν εκεί και να διαπιστώσουν ότι το ραντς δέχεται πραγματικά επίθεση.
Οι επιδρομείς βρίσκονται καλυμμένοι πίσω από βράχια στην δυτική πλευρά του ραντς, ενώ οι κάου-μπόυς του αμύνονται με σθένος.
Ο σερίφης με τους άντρες του καλύπτονται κι αυτοί πίσω από κάτι βράχια και αρχίζουν να πυροβολούν προς το μέρος των αγνώστων. Γρήγορα ο Γκάρετ αντιλαμβάνεται ότι αυτοί που επιτεθήκαν στο ραντς δεν είναι περισσότεροι από δέκα.
«Γιατί δεν αποτραβιούνται τώρα που ήρθαμε;», αναρωτιέται. «Μήπως περιμένουν κι εκείνοι ενισχύσεις; Αλλά για ποιο λόγο; Γιατί χτυπούν το ραντς;».
Δεν μπορεί να καταλάβει. Αρχίζει να δίνει οδηγίες γύρω του, όταν μέσα από φωνές και πυροβολισμούς, του φαίνεται πως ακούει κι άλλους, απόμακρους πυροβολισμούς. Αυτή τη φορά έχει την εντύπωση ότι έρχονται από την πλευρά της πόλης!
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, καλπάζει ξέφρενα προς την πόλη.
Όσο πλησιάζει, οι ήχοι των πυροβολισμών ακούγονται και δυνατότερα. Τώρα πια είναι σίγουρος ότι κάποιοι επιτίθενται στην πόλη του. Υποψιάζεται, μάλιστα, ότι η επίθεση στο ραντς των Φλάχερτυ έγινε για αντιπερισπασμό!
Μπαίνει καλπάζοντας στο Λάργκο και διαπιστώνει ότι επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Άνθρωποι τρέχουν δεξιά κι αριστερά, γυναίκες που κρατούν παιδιά, άντρες με τα όπλα στα χέρια… Ένας από αυτούς, βλέποντας τον Γκάρετ, φωνάζει:
-Σερίφη, χτύπησαν την τράπεζα!
Ο αντιπρόσωπος του νόμου, σε λίγα δευτερόλεπτα έχει φτάσει στο κέντρο της πόλης. Με μια ματιά βλέπει μερικούς καβαλάρηδες να φεύγουν καλπάζοντας στο βάθος του δρόμου, πυροβολώντας στον αέρα. Κάποιοι πολίτες ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο σερίφης, τραβάει τα χαλινάρια και το άλογο μένει στον τόπο. Βγάζει την καραμπίνα του από τη θήκη της σέλλας και την στήνει στον ώμο. Ξέρει ότι έχει ελάχιστο χρόνο για να πετύχει τον στόχο του.
Σχεδόν χωρίς να σημαδέψει, πατάει τρεις φορές την σκανδάλη! Βλέπει το άλογο του τελευταίου καβαλάρη να σκοντάφτει και να πέφτει, παρασύροντας τον αναβάτη του!
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Γκάρετ, σπιρουνίζει το δικό του ζώο που τινάζεται μπροστά! Χωρίς να σημαδεύει αρχίζει να πυροβολεί με την καραμπίνα προς το μέρος των παρανόμων, καθώς βλέπει ότι οι άλλοι καβαλάρηδες έχουν σταματήσει και γυρίζουν να μαζέψουν τον δικό τους.
Κάποιοι από τους πολίτες που έχουν παρακολουθήσει τις ενέργειες του σερίφη τους, ταμπουρώνονται και πυροβολούν μαζικά προς το μέρος τους. Οι κακοποιοί κοντοστέκονται ενώ την ίδια στιγμή, ο πεσμένος στο χώμα άντρας, κάτι τους φωνάζει και τους κάνει νόημα με το χέρι να φύγουν!
Χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνοι, γυρίζουν τα ζώα τους και απομακρύνονται όσο μπορούν γρηγορότερα.
Ο σερίφης φτάνει μπροστά στον άντρα με προτεταμένη την καραμπίνα του. Εκείνος, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, ενώ είναι πεσμένος στα γόνατα.
Τα βλέμματά τους συναντιούνται για πρώτη φορά, όμως ο Γκάρετ ξέρει ότι έχει απέναντί του τον Σκοτ Ράντλεϊ. Τον αρχηγό της συμμορίας που έχει τρομοκρατήσει ολόκληρη την Πολιτεία…
-Φυσικά…, του λέει με σκληρή φωνή. Καθάρματα σαν και του λόγου σας δεν γυρίζουν να βοηθήσουν κανέναν! Εκτός και αν πρόκειται για τον αρχηγό τους... Έτσι δεν είναι, Ράντλεϊ;…
Στα χείλη του παρανόμου σχηματίζεται ένα ειρωνικό χαμόγελο. Έχει διακρίνει το ασημένιο αστέρι που βρίσκεται καρφιτσωμένο στο στήθος του ανθρώπου που τον απειλεί.
-Τι έχουμε εδώ; κάνει με ύφος. Ένας σκληρός σερίφης που ξέρει να σημαδεύει άλογα… Αρκετά ενδιαφέρον…
Ο Γκάρετ συγκρατείται. Έχει δει ότι το όπλο του άλλου βρίσκεται πεσμένο στο χώμα, αρκετά μέτρα μακριά. Στο μεταξύ φτάνουν κοντά τους κάποιοι από τους πολίτες που πήραν μέρος στην ανταλλαγή των πυροβολισμών.
-Να τον καθαρίσουμε, σερίφη, να τελειώνουμε; φωνάζει ένας από αυτούς.
-Μην τολμήσει να τον αγγίξει κανείς!, κάνει κοφτά ο αντιπρόσωπος του νόμου. Έπειτα, κοιτάζει στα μάτια τον Ράντλεϊ.
-Προχώρα μπροστά, του λέει.
Χωρίς να κατέβει από το άλογο ο σερίφης, κάνει νόημα στον κακοποιό να κουνηθεί κι εκείνος αρχίζει να περπατά. Πίσω τους ακολουθούν οι υπόλοιποι.
Σε δύο λεπτά βρίσκονται και πάλι στο κέντρο της πόλης. Πλησιάζοντας, ο Γκάρετ ακούει γυναικείους λυγμούς και βλέπει κόσμο να είναι συγκεντρωμένος απέναντι από την τράπεζα.
Βλέποντάς τους, οι άνθρωποι ανοίγουν και ο σερίφης ξεχωρίζει μια γυναίκα γονατιστή να κρατάει στην αγκαλιά της ένα παιδί. Επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια λόγια, μέσα στα αναφιλητά της:
-Μου το σκότωσαν, οι κακούργοι!... Μου το σκότωσαν!
Ένας νεαρός ξεκόβει, πάει και στέκεται μπροστά στον Ράντλεϊ και τον φτύνει στο πρόσωπο!
-Είσαι ευχαριστημένος μ’ αυτό που κάνατε, κάθαρμα; του λέει.
Ο Ράντλεϊ δεν μιλά. Το βλέμμα του έχει καρφωθεί στο σωματάκι εκείνου του παιδιού…
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, βρίσκεται καθισμένος στο γραφείο του. Ασχολείται με τον καθαρισμό του όπλου του αλλά το βλέμμα του είναι σκυθρωπό, που σημαίνει ότι άσχημες σκέψεις τον βασανίζουν.
Έξω από το γραφείο του ακούγονται φωνές. Ένα πλήθος κόσμου έχει μαζευτεί και φωνάζει εκτοξεύοντας απειλές για τον Σκοτ Ράντλεϊ. Δεν λείπουν κι εκείνοι που διαμαρτύρονται επειδή ο σερίφης δεν τους παραδίδει τον παράνομο. Κάποιοι θερμόαιμοι νεαροί, μάλιστα, προσπαθούν να πείσουν τους υπόλοιπους να μπουν όλοι μαζί στη φυλακή και να πάρουν τον Ράντλεϊ! Βέβαια, κανένας δεν παίρνει το θάρρος να ανέβει ούτε στο ξύλινο πεζούλι του γραφείου του σερίφη…
Ο Γκάρετ δεν έχει σκεφτεί ούτε στιγμή να κλειδώσει την πόρτα. Γνωρίζει πολλά χρόνια όλους αυτούς τους ανθρώπους και ξέρει μέχρι πού είναι ικανοί να φτάσουν… Μπορεί να υπάρχουν αφελείς ή ανόητοι ανάμεσά τους, όχι όμως και ηλίθιοι που να θελήσουν να τα βάλουν μαζί του…
Για μια στιγμή οι φωνές σταματούν. Ο αντιπρόσωπος του νόμου σηκώνεται και πηγαίνει στην πόρτα. Ανοίγοντάς την, βλέπει τον Λουκ Ντόναχιου, τον δήμαρχο του Λάργκο, να στέκεται ανάμεσα στον κόσμο και να τους μιλάει έντονα.
Την στιγμή που ανοίγει η πόρτα, όλα τα βλέμματα γυρίζουν και καρφώνονται πάνω στον σερίφη.
-Σας το ξαναλέω!, φωνάζει ο δήμαρχος. Γυρίστε όλοι στα σπίτια σας! Ο σερίφης θα κάνει αυτό που πρέπει και ο κακούργος θα τιμωρηθεί όπως του αξίζει!
Τα λόγια του φαίνεται να φέρνουν αποτέλεσμα. Αν και οι περισσότεροι μουρμουρίζουν δυσανασχετημένοι, αρχίζουν να διαλύονται.
-Μια στιγμή!, τους φωνάζει ο Γκάρετ. Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρετε…
Όσοι είχαν απομακρυνθεί, γυρίζουν σιγά-σιγά και μαζεύονται μπροστά του.
-Πρέπει να σας πω, αρχίζει ο σερίφης, ότι υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος αυτή τη στιγμή για την πόλη μας…
Απορία ζωγραφίζεται στα πρόσωπα όλων, ακόμα και σ’ εκείνο του δημάρχου.
-Τι τρέχει, Νατ; τον ρωτάει ο Ντόναχιου και έρχεται και στέκεται δίπλα του.
Πριν αρχίσει να μιλάει ο σερίφης, κοιτάζει διαπεραστικά τους περισσότερους από τους ανθρώπους που είναι συγκεντρωμένοι.
-Αυτός ο κακούργος, ο Ράντλεϊ, μου είπε ότι οι δικοί του θα τον ελευθερώσουν οπωσδήποτε. Πιστεύει ότι θα επιτεθούν στην πόλη… Το πιστεύω κι εγώ… Πριν λίγο ήρθε και με βρήκε ο τηλεγραφητής. Ο τηλέγραφος είναι εκτός λειτουργίας. Κάποιος πρέπει να έχει κόψει τη γραμμή…
Οι κάτοικοι του Λάργκο, τώρα φαίνεται να ανησυχούν πραγματικά.
-Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε, Νατ; ρωτάει ο δήμαρχος.
-Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μην κινδυνέψουν τα σπίτια σας και οι οικογένειές σας: να μεταφέρουμε τον Ράντλεϊ στο Φορτ Σταρ…
Ένα βουητό σηκώνεται από το πλήθος. Στο τέλος, ένας άνδρας σηκώνει τα χέρια του για να κάνουν οι άλλοι ησυχία και προχωρά δυο βήματα μπροστά.
-Σερίφη, έχεις τρελαθεί; λέει. Μας ζητάς να βγούμε από την πόλη και να διακινδυνεύσουμε τις ζωές μας για να οδηγήσουμε έναν κακούργο και δολοφόνο στο Φορτ Σταρ; Εγώ σου προτείνω κάτι άλλο: να πάρουμε λίγο σχοινί και να τον κρεμάσουμε στη μέση της πλατείας!
Φωνές επιδοκιμασίας από το πλήθος, ακολουθούν τα λόγια του.
-Ξέρετε…, αρχίζει να λέει ο Γκάρετ, δεν είναι απαραίτητο να το κάνετε εσείς… Μπορώ να μεταφέρω εγώ τον Γκάρετ στο Φορτ Σταρ.
-Κι εσύ, νομίζεις ότι θα γλιτώσεις αν πας μόνος σου;
-Ίσως είναι πιο εύκολο να περάσουν απαρατήρητοι δύο άνθρωποι μόνοι τους, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Θα πάω από το βουνό για να μπορώ να τους αποφύγω καλύτερα όταν μας κυνηγήσουν…
-Μα, αυτό είναι καθαρή αυτοκτονία, Νατ!, λέει ο δήμαρχος. Θα τραβήξεις πίσω σου όλη τη συμμορία για να γλιτώσεις την πόλη… Κι εσένα ποιος θα σε γλιτώσει;
-Αυτά είναι ανοησίες!, πετάγεται ένας νεαρός από το πλήθος. Το μόνο που θα καταφέρεις, σερίφη, είναι να πας και να τους τον προσφέρεις στην αγκαλιά τους! Δεν θα σε αφήσουμε να το κάνεις αυτό! Να ξέρεις ότι θα μας βρεις στο δρόμο σου! Θα σου τον πάρουμε πριν σου τον πάρουν εκείνοι!
-Πατ Άρτζιλ, σε ανακαλώ εις την τάξην!, φωνάζει έξαλλος ο δήμαρχος. Είναι δυνατόν να λες τέτοια πράγματα, την στιγμή που ο σερίφης είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να μην κινδυνέψει η πόλη μας;
Ο νεαρός Πατ, είναι φανερό ότι ήθελε να πει κι άλλα. Το πρόσωπό του έχει γίνει κόκκινο από θυμό αλλά δεν τολμά να μιλήσει μπροστά στον δήμαρχο. Γυρίζει και φεύγει, σπρώχνοντας για να ανοίξει δρόμο. Πίσω του, τον ακολουθούν άλλοι οχτώ νεαροί…
Ο δήμαρχος στρέφεται στον σερίφη, κουνώντας αριστερά-δεξιά το κεφάλι του.
-Μην το κάνεις, Νατ, του λέει, σε παρακαλώ…
Εκείνος τον κοιτάζει αγέρωχος, στα μάτια.
-Νωρίς το πρωί ξεκινάω, Λουκ…
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, προσπαθεί να εντοπίσει κάποια κίνηση ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα. Τα άλογα κινούνται με ευκολία στον ανήφορο, καθώς δεν έχουν αφήσει ακόμα τον κεντρικό καρόδρομο.
Ο έμπειρος αντιπρόσωπος του νόμου έχει ήδη διακρίνει στο έδαφος τα φρέσκα ίχνη από δεκάδες οπλές. Είναι σίγουρος ότι σύντομα θα έχουν κάποια συνάντηση.
Πίσω του, ο Σκοτ Ράντλεϊ, δείχνει αρκετά ανυπόμονος.
-Διαισθάνεσαι το τέλος να πλησιάζει, Γκάρετ; λέει.
Ο σερίφης δεν του απαντά. Ξέρει ότι ο κακούργος θα προσπαθήσει να τον αποσυντονίσει, για να γίνει ευκολότερος στόχος για τους δικούς του.
Σηκώνει το βλέμμα ψηλά, στους βράχινους όγκους που διακρίνονται πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Κάπου εκεί ίσως παραμονεύει ο θάνατος, όμως αυτό δεν τον πτοεί. Έχει μάθει στη ζωή του να πολεμά, ακόμα κι όταν όλα δείχνουν χαμένα. Και μέχρι τώρα δεν του έχει βγει σε κακό. Ποιος ξέρει; Ίσως και σήμερα να τα καταφέρει…
Στο μεταξύ, μπορεί ο σερίφης του Λάργκο να μην έχει διακρίνει καμία κίνηση πάνω στο βουνό, όμως εκεί υπάρχει πραγματικά μια πολύ έντονη κινητικότητα.
Εννέα άντρες έχουν ξεπεζέψει κι έχουν κρύψει τα άλογα τους μακριά από το δρόμο. Πρόκειται για τους εννέα θερμόαιμους νεαρούς που έφυγαν καλπάζοντας από την πόλη.
Έχουν πάρει θέση όλοι τους πίσω από τους βράχους που βρίσκονται αριστερά και δεξιά του καρόδρομου. Ο Πατ Άρτζιλ, που δείχνει να είναι επικεφαλής τους, τους έχει δώσει τις τελευταίες οδηγίες. Σκοπός τους είναι, όταν οι δύο καβαλάρηδες φτάσουν κοντά τους, να πυροβολήσουν όλοι μαζί τον Ράντλεϊ. Πιστεύουν πως όταν ο σερίφης δει τον παράνομο νεκρό, θα καταλάβει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους πολεμήσει. Αν πάλι θελήσει να τους κυνηγήσει, θα αναγκαστούν να σκοτώσουν το άλογό του…
Τις συνεννοήσεις τους τις έχουν κάνει μιλώντας φωναχτά. Άλλωστε, αυτοί που περιμένουν, βρίσκονται ακόμα πολύ μακριά για να τους ακούσουν. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι κάποιοι άλλοι βρίσκονται πολύ κοντά τους και παρακολουθούν κάθε τους κίνηση…
Κι αυτοί, δεν είναι άλλοι από τους ληστές του Ράντλεϊ. Βρίσκονται κρυμμένοι στους πρόποδες ενός λόφου, λίγο ψηλότερα. Όταν είδαν τους εννέα καβαλάρηδες να πλησιάζουν στο μέρος που κρυβότανε, προς στιγμήν ανησυχήσανε. Έπειτα, τους είδαν να ξεκαβαλικεύουν και κατάλαβαν πως κάποιον άλλο σκοπό είχαν. Το ποιος ήταν αυτός, δεν άργησαν να το μάθουν… Οι νεαροί φωνάζανε σαν κοκόρια…
Ένας κοντός και αξύριστος άντρας, ο αρχισυμμορίτης Ντάστυ, δεξί χέρι του Ράντλεϊ, δίνει οδηγίες στους υπόλοιπους, προσέχοντας να μην ακουστεί δυνατά.
-Από εδώ που βρισκόμαστε θα είναι δύσκολο να τους σημαδέψουμε με σιγουριά. Δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε την ζωή του αρχηγού. Ακούστε με καλά! Θα εντοπίσετε από εδώ πάνω τις θέσεις τους και θα κινηθείτε αθόρυβα και με μεγάλη προσοχή. Επιλέξτε από τώρα ποιους θα χτυπήσετε. Δυο από εσάς θα έρθουν μαζί μου. Εμείς θα χτυπήσουμε τον σερίφη για να μην μας δημιουργήσει προβλήματα… Δεν θα πυροβολήσει κανείς αν δεν πυροβολήσω εγώ πρώτος! Αν είμαστε προσεκτικοί, όλα θα πάνε καλά και σε λίγη ώρα θα έχουμε και τον αρχηγό ανάμεσά μας…
Οι συμμορίτες δεν χάνουν καθόλου χρόνο. Είναι σχεδόν διπλάσιοι στον αριθμό από τους άλλους και βρίσκονται και σε πλεονεκτική θέση. Αφού επιλέγουν τους αντιπάλους τους, αρχίζουν να κινούνται αθόρυβα και προσεκτικά. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά έχουν πάρει όλοι θέσεις πίσω από τους εννέα νεαρούς. Εκεί, περιμένουν το σύνθημα του Ντάστυ…
Αυτός, μαζί με ακόμη δύο, έχει ανέβει σε έναν ψηλό βράχο. Ξαπλώνουν μπρούμυτα και καλύπτονται πίσω από κάτι θαμνόφυτα.
Μισή ώρα περίπου αργότερα, είναι οι πρώτοι που διακρίνουν, αρκετά χαμηλότερα, σε μια στροφή του μονοπατιού, να κάνουν την εμφάνισή τους οι δύο καβαλάρηδες.
Προχωρούν πλάι-πλάι και όσο πλησιάζουν γίνεται αντιληπτό ότι συζητούν μεταξύ τους. Οι τρεις κακούργοι ετοιμάζουν τα όπλα τους και περιμένουν να φτάσουν ακόμη πιο κοντά για να είναι σίγουροι για την επιτυχία τους. Την στιγμή που ο αρχισυμμορίτης Ντάστυ έχει αρχίσει ήδη να πατάει την σκανδάλη της καραμπίνας του, ο ένας από τους άντρες που βρίσκονται δίπλα του, κινεί λίγο το χέρι του για να σημαδέψει καλύτερα.
Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στο όπλο του, γίνεται αντιληπτή την ίδια στιγμή από τον σερίφη Γκάρετ, ο οποίος ενεργεί αστραπιαία: πετάγεται από τη σέλλα του προς τη μεριά του Ράντλεϊ, τον οποίο πιάνει με τα απλωμένα του χέρια και τον παρασέρνει στην πτώση του.
Μια μεγάλη ομοβροντία ακούγεται και μια βροχή από σφαίρες περνά από εκεί που ένα δευτερόλεπτο πριν βρισκόταν τα δυο σώματα. Οι τρεις από αυτές έρχονται από τον Ντάστυ και τους δύο δικούς του, που σημάδευαν τον σερίφη. Οι υπόλοιπες έρχονται, με μια μικρή καθυστέρηση από τα όπλα των εννέα νεαρών. Όσων, δηλαδή, πρόλαβαν να πυροβολήσουν!
Με τον πρώτο πυροβολισμό του Ντάστυ, οι νεαροί θεώρησαν ότι ήταν το δικό τους σύνθημα και προσπάθησαν να πετύχουν τον Ράντλεϊ! Κάποιοι δεν πρόλαβαν καν να πατήσουν την σκανδάλη, καθώς δέχτηκαν μια σφαίρα στην πλάτη από τους συμμορίτες που κρύβονταν πίσω τους.
Περισσότερο τυχεροί στάθηκαν μόνο δυο από αυτούς: ο Πατ Άρτζιλ, που δέχθηκε τη σφαίρα ψηλά στον ώμο και ο δεκαεξάχρονος Χόμπερ, που επειδή κινήθηκε την τελευταία στιγμή δεν τον πέτυχε η σφαίρα του φονιά.
Βέβαια, η θέση και των δύο είναι απελπιστική καθώς -αν και καλυμμένοι προσωρινά- βρίσκονται περικυκλωμένοι.
Το ίδιο δύσκολη είναι και η θέση του σερίφη Γκάρετ. Μπορεί να γλίτωσε αρχικά μαζί με τον κρατούμενό του, όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ο Ντάστυ, βλέποντας την αποτυχία τους, στρέφει την κάνη και πυροβολεί τα δυο άλογα. Θέλει να κόψει κάθε ελπίδα διαφυγής για τον σερίφη.
Έπειτα, σηκώνετε όρθιος πάνω στον βράχο και φωνάζει στους δικούς του να τρέξουν στην κατηφόρα για να μην τους ξεφύγει ο άνθρωπος του νόμου.
-Πρέπει να τον έχουμε τραυματίσει!, τους φωνάζει την ώρα που προσπαθεί να κατέβει κι εκείνος μαζί τους.
Φυσικά, ο Γκάρετ δεν έχει πληγωθεί. Έχει τραβήξει τον Ράντλεϊ στην άκρη του δρόμου και έχουν κρυφτεί πίσω από κάτι βράχια. Ακούει τους συμμορίτες που τρέχουν στον κατήφορο και όταν καταλαβαίνει ότι έχουν πλησιάσει αρκετά, προβάλει στην άκρη του βράχου και πυροβολεί απανωτά τέσσερις φορές, πριν ξανακαλυφθεί. Τέσσερις από τους παρανόμους σωριάζονται νεκροί, ενώ τρομοκρατημένοι οι υπόλοιποι πέφτουν κάτω και κρύβονται όπως-όπως.
Ο σερίφης, θέλοντας να εκμεταλλευτεί το προσωρινό τους σάστισμα, αρπάζει από κάτω τον Ράντλεϊ και τον σπρώχνει προς τα δέντρα, καρφώνοντάς του το όπλο στο κεφάλι.
-Προχώρησε γρήγορα, του λέει, αν θέλεις να ζήσεις μέχρι την αγχόνη!
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, βρίσκεται καλυμμένος πίσω από έναν βράχο. Δύο ώρες τώρα πολεμά κυνηγημένος, σέρνοντας μαζί του τον Σκοτ Ράντλεϊ. Προσπαθώντας ν’ αποφύγει τους ληστές, έχει χωθεί μέσα στην πυκνή βλάστηση του βουνού και μέχρι τώρα τα έχει καταφέρει καλά.
Δυο φορές τον πλησιάσανε σε απόσταση αναπνοής, όμως τους έκοψε τη φόρα καθαρίζοντας τέσσερις από αυτούς. Δεν προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να τρέχει για πάντα. Οι κακούργοι είναι αποφασισμένοι να ελευθερώσουν τον αρχηγό τους και όσο τους καθυστερεί, τόσο μεγαλύτερη λύσσα τους πιάνει.
Κοιτάζει δίπλα του τον Ράντλεϊ. Τα μάτια εκείνου είναι καρφωμένα πάνω του. Σα να προσπαθεί να μαντέψει την επόμενη κίνηση του σερίφη.
-Πραγματικά, με έχεις καταπλήξει, Γκάρετ…, λέει. Δεν περίμενα ότι θα τα κατάφερνες μέχρι εδώ…
Ο σερίφης, με ήρεμες κινήσεις λύνει το μαντήλι από το λαιμό του.
-Ακόμα είμαστε μακριά από το τέλος της ιστορίας, Ράντλεϊ, του λέει βγάζοντας το μαχαίρι του από τη θήκη. Εγώ, όμως, θα προσπαθήσω να την τελειώσω λίγο νωρίτερα.
Σηκώνεται και πλησιάζει τον καθισμένο στο έδαφος παράνομο.
-Τι πας να κάνεις; τον ρωτάει εκείνος με μια μικρή δόση ανησυχίας.
Ο σερίφης σκύβει από πάνω του.
-Όχι, πάντως, αυτό που φοβάσαι, του λέει. Θα σε φιμώσω για λίγο, για να μην τραβήξεις εδώ πέρα τους δικούς σου. Ίσως αυτό σε προστατέψει κι από καμιά αδέσποτη σφαίρα. Θα στενοχωρηθώ πολύ αν δεν προλάβω να σε παραδώσω στον δικαστή…
Ο Ράντλεϊ πηγαίνει κάτι να πει, όμως ο αντιπρόσωπος του νόμου, με μια ξαφνική κίνηση του χώνει το μαντήλι στο στόμα. Έπειτα, βγάζει το γιλέκο του και αφού το κόβει με το μαχαίρι σε δύο κομμάτια, δένει με αυτά τα πόδια του παρανόμου.
Βγάζει το πιστόλι και ελέγχει το μύλο του. Πετάει από μέσα δυο άδειους κάλυκες και τους αντικαθιστά με τις δυο τελευταίες σφαίρες της ζώνης του. Το πιστόλι του τώρα είναι γεμάτο αλλά είναι αρκετό αυτό για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του; Δεν ξέρει με πόσους ακριβώς έχει να κάνει, όμως έχει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να είναι πάνω από πέντε ή έξι. Είδε με τα μάτια του άλλωστε, από μακριά, δύο παρανόμους να πέφτουν από τις σφαίρες του Πατ Άρτζιλ και του Χόμπερ. Τα δυο άτυχα παιδιά πολέμησαν γενναία πριν σκοτωθούν…
Γυρίζει και ρίχνει μια τελευταία ματιά στον Ράντλεϊ.
-Να εύχεσαι να γυρίσω ζωντανός, του λέει. Μετά την δύση του ήλιου η περιοχή εδώ γεμίζει φίδια…
Ο παράνομος κοιτάζει με σμιγμένα φρύδια τον σερίφη, καθώς εκείνος χάνεται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Χίλιες σκέψεις περνούν ταυτόχρονα από το μυαλό του. Απ’ όταν ξεκίνησαν από το Λάργκο δεν έπαψε στιγμή να προσπαθεί να ψυχολογήσει τον Γκάρετ. Τι είναι αυτό που δίνει δύναμη σε έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, να συνεχίζει να πολεμά για μια χαμένη υπόθεση;
Στο μεταξύ, ο σερίφης προχωράει σκυφτός και με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή προς ένα σύμπλεγμα βράχων που έχει εντοπίσει από ώρα. Σκοπεύει να ανέβει στην κορυφή τους για να μπορέσει να εντοπίσει ευκολότερα κάποια κίνηση. Δεν έχει νόημα να περιμένει τους ληστές πότε θα τον βρουν. Πρέπει να περάσει στην αντεπίθεση, αν θέλει να έχει κάποια ελπίδα…
Δεν έχει προλάβει να ανέβει ψηλά, όταν ένας θόρυβος τον κάνει να κοντοσταθεί. Έχει την εντύπωση πως ακούει ομιλίες και κρύβεται πίσω από μια πέτρα. Δεν έχει κάνει λάθος. Δεν περνούν δυο λεπτά και πέντε άντρες κάνουν την εμφάνισή τους στο μικρό ξέφωτο. Κρατούν όπλα και μιλούν σιγανά, όμως μέσα στην σχεδόν απόλυτη ησυχία του δάσους, ο ήχος της φωνής τους δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς.
-Σίγουρα δεν είναι μακριά από εδώ, λέει ο ένας από αυτούς, όμως πρέπει να χωριστούμε για να τους εντοπίσουμε πιο γρήγορα…
-Εγώ δεν έχω πολλές σφαίρες ακόμα, λέει ένας άλλος. Φύγαμε βιαστικά και δεν πρόλαβα να πάρω άλλες…
-Δεν θα χρειαστούν, να είσαι σίγουρος. Μια σφαίρα είναι αρκετή για να τον ρίξει κάτω τον μπάσταρδο…
Έχουν φτάσει σχεδόν κάτω από το σημείο που έχει κρυφτεί ο σερίφης. Ο αντιπρόσωπος του νόμου αποφασίζει να κάνει την κίνησή του. Σηκώνεται πίσω από την πέτρα που τον κρύβει, έχοντας το πιστόλι του στο χέρι.
-Εμένα ψάχνετε, παιδιά; φωνάζει.
Κραυγές λύσσας βγαίνουν από τα στόματα των ληστών, καθώς γυρίζουν προς το μέρος του. Τα όπλα τους ξερνάνε φωτιά, την ίδια ώρα που το πιστόλι του σερίφη εκπυρσοκροτεί.
Ο Γκάρετ πυροβολεί γρήγορα, όμως οι αντίπαλοί του είναι πολλοί. Οι τρεις από αυτούς σωριάζονται νεκροί, ενώ ένας τέταρτος ουρλιάζει πιάνοντας το πόδι του!
Την ίδια στιγμή, ο αντιπρόσωπος του νόμου δέχεται μια σφαίρα στον ώμο από το όπλο του πέμπτου ληστή. Σφίγγοντας τα δόντια, παίρνει μια βουτιά για να καλυφθεί πίσω από τα βράχια, καθώς κι άλλες σφαίρες έρχονται να σκάσουν δίπλα του.
Ο πόνος που νιώθει είναι μεγάλος, όμως ξέρει ότι πρέπει να φύγει γρήγορα από εκεί.
-Είσαι τελειωμένος, σερίφη!, ακούει τον ληστή να φωνάζει. Στάθηκες πολύ τυχερός έως τώρα, όμως δεν πρόκειται να μου γλιτώσεις!
Ρίχνει το καπέλο στην πλάτη και βγάζει το κεφάλι από την άκρη ενός βράχου. Καταφέρνει να εντοπίσει το σημείο που βρίσκεται καλυμμένος ο αντίπαλός του, μα μια σφαίρα που έρχεται να εξοστρακιστεί στη πέτρα, τον κάνει να τραβηχτεί πίσω.
Ανοίγει τον μύλο του πιστολιού του, απλά για να επιβεβαιώσει ότι έχει ακόμα μόνο μια σφαίρα. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, βγάζει το όπλο από τον βράχο και πυροβολεί. Θέλει να κάνει τον άλλον να κρατηθεί μακριά. Έπειτα, αρχίζει να έρπει με δυσκολία και να απομακρύνεται. Όταν υπολογίζει ότι ο άλλος δεν έχει οπτική επαφή, σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα προς το μέρος που έχει αφήσει τον Ράντλεϊ.
Δεν αργεί να φτάσει. Ο παράνομος βρίσκεται στην θέση που τον άφησε. Του λύνει τα πόδια με μια κίνηση και τον σηκώνει όρθιο. Φέρνει την κάνη του άδειου όπλου στο κεφάλι του.
-Πρόκειται να τρέξουμε, του λέει, και μάλιστα πολύ! Για να μην σκάσεις θα σου βγάλω το μαντήλι από το στόμα, αν υποσχεθείς ότι δεν θα φωνάξεις!
Ο Ράντλεϊ τον κοιτάζει με απορία. Κουνάει, όμως, καταφατικά το κεφάλι του, βλέποντας το συσπασμένο από τον πόνο πρόσωπο του σερίφη.
-Μπορείς να μ’ εμπιστευτείς, ακόμα και τώρα; του λέει όταν ο Γκάρετ του αφαιρεί από το στόμα το μαντήλι.
-Δεν έχω κι άλλη επιλογή, του απαντά εκείνος, ενώ παράλληλα τον σπρώχνει να ξεκινήσει.
Ο αρχικακούργος κοντοστέκεται μετά από λίγα βήματα και γυρίζει να τον κοιτάξει.
-Γκάρετ, είσαι χτυπημένος, του λέει. Δεν θα πας μακριά έτσι! Γιατί συνεχίζεις, πανάθεμά σε;
Ο αντιπρόσωπος του νόμου σταματά. Μια παράξενη αίσθηση δημιουργείται στο μυαλό του για μια στιγμή, ότι ο Ράντλεϊ δεν είναι αντίπαλός του.
-Μη μου πεις ότι στενοχωριέσαι κιόλας…, του λέει.
Ο Ράντλεϊ δεν προλαβαίνει να απαντήσει. Μια άλλη φωνή έρχεται ν’ ακουστεί από κάπου δεξιά τους.
-Πέταξε το όπλο και μείνε ακίνητος, σερίφη! Το παιχνίδι τελείωσε!
Ο Γκάρετ κοκαλώνει στη θέση του. Καταλαβαίνει ότι έχει χάσει...
Τα δάχτυλά του ανοίγουν και αφήνει να πέσει στο έδαφος το άδειο πιστόλι.
Στρέφει και βλέπει να εμφανίζεται πίσω από έναν πυκνό θάμνο ο τελευταίος από τους πέντε ληστές, με προτεταμένο το όπλο του.
-Μην ρίξεις, Ντάστυ!, του φωνάζει ο Ράντλεϊ.
-Να μην ρίξω; φωνάζει οργισμένος ο αρχιληστής. Ξέρεις τι έχει κάνει αυτή η σκύλας γέννα, σήμερα; Έχει καθαρίσει όλα τα παιδιά, το ξέρεις; Μόνο ο Σάντσο είναι ακόμα ζωντανός αλλά χαροπαλεύει εδώ πιο κάτω! Τον κυνηγάμε τόσες ώρες, μου έχει μείνει μόνο μια σφαίρα στο όπλο κι εσύ μου λες να μην ρίξω; Δώσε μου έναν καλό λόγο για να μην το κάνω!
Έχει φτάσει μπροστά από τον σερίφη, σημαδεύοντάς τον στο κεφάλι. Το δάχτυλό του τρέμει πάνω στη σκανδάλη.
-Θέλω να το κάνω εγώ, Ντάστυ!, του λέει ο Ράντλεϊ. Έλα, λύσε με και θα το κάνω εγώ! Διέλυσε την συμμορία μου και νομίζεις ότι θ’ αφήσω κάποιον άλλο να τον σκοτώσει;
Περισσότερο επειδή έχει συνηθίσει να υπακούει στον αρχηγό του και όχι επειδή το θέλει, ο παράνομος αφήνει τον σερίφη -χωρίς να πάψει να τον σημαδεύει, όμως- και πλησιάζει τον αρχηγό του.
-Το κλειδί για τις χειροπέδες, Γκάρετ!, φωνάζει ο Ράντλεϊ.
Ο σερίφης βγάζει με το δεξί του χέρι το κλειδί από την τσέπη και το πετά προς τους δύο άντρες. Σε λίγο τα χέρια του Ράντλεϊ είναι ελεύθερα. Αμέσως, αρπάζει με μανία το όπλο από τα χέρια του Ντάστυ και το καρφώνει αυτός τώρα στο κεφάλι του σερίφη.
Οι δύο άντρες κοιτάζονται στα μάτια.
-Λοιπόν, Γκάρετ; τον ρωτάει. Για πες μου τώρα… Μετανιώνεις που έφυγες από το χωριουδάκι σου σήμερα το πρωί, ή όχι; Δεν θα ήθελες να βρίσκεσαι ξαπλωμένος αυτή την ώρα στην πολυθρόνα, πίσω από το γραφείο σου; Καταλαβαίνεις τώρα πόσο ανόητα φέρθηκες που θέλησες να τα βάλεις μαζί μου;…
Ο αντιπρόσωπος του νόμου δεν χαμηλώνει στιγμή το βλέμμα.
-Θέλεις να σου μιλήσω ειλικρινά, Ράντλεϊ; λέει με ήρεμη φωνή. Όχι, δεν μετανιώνω για την απόφασή μου να σε οδηγήσω στη δικαιοσύνη, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Έκανα το καθήκον μου κι αν μου το ξαναζητούσαν, πάλι το ίδιο θα ‘κανα!… Όχι, Ράντλεϊ, δεν θα ήθελα να βρίσκομαι σε κανένα γραφείο αυτή την ώρα… Στην πραγματικότητα δεν αλλάζω αυτή τη στιγμή εδώ, τώρα, με τίποτα στον κόσμο. Γιατί πολύ απλά, στο τέλος της ζωής μου επιβεβαιώνεται ότι αυτή τη ζωή την έζησα σωστά… Όλες οι αξίες και τα ιδανικά στα οποία ήμουν προσηλωμένος τόσα χρόνια, μου δίνουν όση δύναμη χρειάζεται για να στέκομαι μπροστά σου τώρα, χωρίς κανένα φόβο. Να λυπάσαι τον εαυτό σου, Ράντλεϊ, γιατί ρεμάλια σαν κι εσάς δεν μπορούν να νιώσουν ποτέ αυτό που αισθάνομαι εγώ, τώρα…
-Τι βλακείες είναι αυτές που τον αφήνεις να σου λέει; φωνάζει ο Ντάστυ που στέκεται δίπλα τους. Άναψέ του την και πάμε να φύγουμε!
Ο Ράντλεϊ έχει μείνει με το βλέμμα καρφωμένο στα μάτια του σερίφη. Ξαφνικά, στρέφει το όπλο και χωρίς να σημαδέψει πυροβολεί τον Ντάστυ.
Ο αρχιληστής δεν προλαβαίνει ούτε να απορήσει. Πέφτει πίσω με μία σφαίρα σφηνωμένη ανάμεσα στα μάτια.
Ο Ράντλεϊ χαμηλώνει το χέρι και αφήνει να πέσει κάτω το πιστόλι. Γυρίζει και κοιτάζει πάλι τον σερίφη. Ο Γκάρετ νιώθει για μια ακόμη φορά ένα παράξενο συναίσθημα που δεν μπορεί να το προσδιορίσει.
-Αυτή ήταν η τελευταία σφαίρα…, του λέει. Γιατί το έκανες;
Ο παράνομος, χαμηλώνει για πρώτη φορά το κεφάλι και απομακρύνεται μερικά βήματα.
-Δεν ξέρω…, λέει χωρίς να γυρίσει. Ίσως γιατί θεώρησα πως κάτι σου χρωστούσα…
-Εμένα;… Τι;
Ένα ελαφρύ αεράκι έχει σηκωθεί και ο ιδρώτας στα πρόσωπά τους αρχίζει να τους δροσίζει.
-Μην γελιόμαστε, Γκάρετ. Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα ήμουν νεκρός. Ίσως κάποιος άλλος σερίφης στη θέση σου να άφηνε τους συμπολίτες του να με κρεμάσουν, αντί να ριψοκινδυνεύσει ένα τέτοιο ταξίδι... Έπειτα, σε όλο αυτό το κυνηγητό, θα μπορούσες να με χρησιμοποιήσεις σαν ασπίδα ή να με καθαρίσεις και να εξαφανιστείς. Δεν θα σου έριχνε κανένας την ευθύνη… Εσύ με γλίτωσες όταν με τράβηξες κάτω από το άλογο και ακόμη και τώρα με έκρυψες εδώ πέρα για να μην πάθω τίποτα... Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί, όπως μου πέταξες στα μούτρα, όταν ήσουν σίγουρος πως θα πεθάνεις, όλα αυτά τα έκανες επειδή θεωρούσες πως αυτό ήταν το καθήκον σου!...
-Ράντλεϊ…
-Άσε με να τελειώσω!... Δεν ξέρω αν ένιωσα πως ήταν… καθήκον μου να το κάνω ή κάτι άλλο… Ίσως να φταίει και η εικόνα εκείνου του σκοτωμένου πιτσιρικά, που έχει κουρνιάσει μέσα στο μυαλό μου από χθες. Όπως και οι κατάρες εκείνης της νεαρής μάνας…
Ξαφνικά, ο παράνομος αρχίζει ν’ απομακρύνεται.
-Πού πας; του φωνάζει ο σερίφης.
Ο Ράντλεϊ, κοντοστέκεται και πάλι.
-Φεύγω, Γκάρετ! Έτσι πρέπει…
-Θα σε κυνηγήσω!...
-Σίγουρα… Όχι όμως σήμερα… Αν κάνεις πως τρέχεις ξοπίσω μου, θα πεθάνεις από αιμορραγία πριν προλάβεις να κάνεις διακόσια μέτρα… Εγώ θα σου πρότεινα να γυρίσεις, να βρεις ένα άλογο και να πας το γρηγορότερο στο σπίτι σου… Όταν ξανάρθεις, φρόντισε εκτός από τους δικούς σου νεκρούς να μαζέψεις και τους δικούς μου. Κάποιοι από αυτούς ήταν καλά παιδιά, δεν αξίζει να τους φάνε τα όρνεα… Και κάτι ακόμα… Υπάρχει μια σπηλιά. Αναζήτησέ την. Εκεί θα βρεις όλα τα λάφυρα από τις ληστείες μας. Επέστρεψέ τα σε όσους νομίζεις…
-Θα σε αναζητήσω, Ράντλεϊ… Φύγε μακριά!...
Για τελευταία φορά, ο παράνομος γυρίζει και κοιτάζει τον σερίφη.
-Αυτό είχα σκοπό να κάνω!, λέει.
Σε λίγο έχει χαθεί μέσα στο δάσος.
***
Ο Νατ Γκάρετ, σερίφης του Λάργκο, στέκεται πάνω από το νεκρό άλογό του. Έχει τραβήξει την καραμπίνα του από τη θήκη της σέλας και κοιτάζει το ανηφορικό μονοπάτι. Πρέπει να βρει ένα άλογο για να επιστρέψει στη πόλη του. Το τραύμα του μπορεί να μην είναι τόσο σοβαρό, όμως πρέπει να το δει σύντομα γιατρός.
Καθώς ανηφορίζει βαριανασαίνοντας, σηκώνει το βλέμμα για να δει τον ήλιο που έχει αρχίσει να δύει.
Με την άκρη του ματιού του βλέπει έναν καβαλάρη που στέκεται μακριά, πάνω σ’ έναν απόκρημνο λόφο. Τον αναγνωρίζει. Τον βλέπει να τραβά τα χαλινάρια και να χάνεται.
Κοιτάζει γύρω του. Παντού άνθρωποι νεκροί.
Χαμηλώνει το κεφάλι και κοιτάζει το ασημένιο αστέρι που βρίσκεται καρφιτσωμένο στο ματωμένο του πουκάμισο. Με μια απότομη κίνηση το βγάζει και το κρατά στο χέρι. Το σφίγγει, τόσο δυνατά που σχεδόν του τρυπά τη σάρκα.
Έπειτα χαλαρώνει και το βάζει στη τσέπη.
Παίρνει και πάλι τον ανήφορο. Ξαφνικά, νιώθει να του λείπει πολύ η ξύλινη πολυθρόνα του γραφείου του…
ΤΕΛΟΣ
© Copyright: Τα δικαιώματα παραμένουν στον συγγραφέα και παρακαλούμε όπως είστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί σε περίπτωση αντιγραφής μέρους του κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου