«Μία σταγόνα λάδι και άλλη μία δεν κάνουν δύο,
αλλά μια πιο μεγάλη σταγόνα»
αλλά μια πιο μεγάλη σταγόνα»
Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky
Σενάριο: Tonino Guerra, Andrei Tarkovsky
Μουσική: Giuseppe Verdi, Ludwig van Beethoven
Φωτογραφία: Giuseppe Lance
Ηθοποιοί: Oleg Yankovsky, Erland Josephson, Domiziana Giordano, Patrizia Terreno
Διάρκεια: 120'
Δεν θα ήταν δυνατό να ξεκινήσουμε την συγκεκριμένη ενότητα σε αυτό το blog, χωρίς να παρουσιάσουμε την ταινία αυτή. Θα μπορούσε να λείπει η "Νοσταλγία" από τις "Νοσταλγικές Σελίδες";
Υπόθεση: Ο ποιητής Αντρέι Γκορσακόφ σκοπεύει να γράψει την βιογραφία του Ρώσου συμπατριώτη του και ποιητή Σασνόφσκι, ο οποίος είχε ζήσει τον 18ο αιώνα και αφού έμεινε στην Ιταλία για τρία χρόνια, επιστρέφοντας στην Ρωσία είχε γίνει ράκος και αυτοκτόνησε. Ο Αντρέι, για να μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που σημάδεψε την ζωή του Σασνόφσκι, αποφασίζει να επισκεφτεί την Ιταλία, τον τόπο που είχε ζήσει ο Σασνόφσκι.
Ο Αντρέι προσλαμβάνει για μεταφράστρια και ταξιδιωτική συνοδό την πολύ όμορφη Ευγενία, η οποία από την αγάπη που τρέφει για την ρωσική φιλολογία ερωτεύεται τον Αντρέι φανερά, επειδή βλέπει στον Αντρέι την προσωποποίηση της ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Αντρέι, όμως, αδιαφορεί για τα αισθήματά της, ενώ πιστεύει ότι το ενδιαφέρον της για την ρωσική λογοτεχνία είναι απλά επιφανειακό. Με μια σειρά αλληγορικών αναπαραστάσεων του κοιμώμενου Αντρέι, ο Ταρκόφσκι παρουσιάζει μια ολόφωτη νυκτερινή φύση καθώς και ηλιόλουστες βροχερές σκηνές. Η γυναίκα του Αντρέι παρηγορεί την Ευγενία, ενώ γυναίκες και κοριτσάκια, σχεδόν ακίνητες, παίρνουν μέρος σε σκηνές στην φθινοπωρινή ύπαιθρο, την ώρα που ο ήλιος ανατέλλει.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του ο Αντρέι γνωρίζει τον τρελό του χωριού που τον λένε Ντομένικο και μυείται στην τραγική ιστορία της ζωής του. Παλιά, ο Ντομένικο είχε απομονώσει την οικογένειά του στο σπίτι τους και τους κρατούσε φυλακισμένους για εφτά χρόνια μέχρι που οι γείτονες τους ξέχασαν εντελώς, και η αστυνομία ήλθε μια μέρα και τους απελευθέρωσε. Από τότε και μετά ο Ντομένικο, που ακόμα ζει μόνος του τώρα στο ερειπωμένο πια σπίτι και στην ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη γειτονιά, έχει έναν και μοναδικό σκοπό στην ζωή του. Θέλει να σώσει τον κόσμο περνώντας μέσα από το νερό στα ιαματικά λουτρά της Αγίας Αικατερίνης, από την μια μεριά μέχρι την άλλη, κρατώντας στο χέρι του ένα αναμμένο κερί χωρίς να σβήσει. Ο Ντομένικο προσπάθησε πολλές φορές αλλά δεν τα κατάφερε, επειδή οι ντόπιοι όταν αυτός έμπαινε στο νερό, αυτοί τον έβγαζαν με το ζόρι έξω για να μην πνιγεί. Ο Αντρέι δείχνει κατανόηση για τον Ντομένικο και, αν και διστακτικά, του υπόσχεται να περάσει αυτός το κερί στην απέναντι όχθη.
Ο Αντρέι θα ξεχάσει την υπόσχεσή του μέχρι που η Ευγενία θα του τηλεφωνήσει από την Ρώμη για να του πει ότι ο Ντομένικο είναι πρωταγωνιστής ενός χάπενιγκ που διοργανώνουν οι τρελοί σε μια πλατεία της Ρώμης. Ο Ντομένικο έχει ανεβεί σε ένα άγαλμα και βγάζει λόγους φλογερούς εδώ και τρεις μέρες. Ο Ντομένικο στο τέλος της ομιλίας του αυτοπυρπολείται. Ο Αντρέι, που ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλάζει αμέσως τα σχέδια και ξεκινάει για να πάει πίσω στα θερμά λουτρά. Φτάνοντας εκεί αισθάνεται εξουθενωμένος αλλά με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν και με το αναμμένο κεράκι στο χέρι, προστατεύοντας την φλόγα από τον άνεμο σαν πολύτιμο αγαθό, θα περάσει μετά από πολλές προσπάθειες από την μία όχθη στην άλλη, εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει, αλλά και τον σκοπό του Ντομένικο.
Η “Νοσταλγία” ήταν η πρώτη παραγωγή του Ταρκόφσκι έξω από την Ρωσία. Ο Ταρκόφσκι γύρισε την ταινία αυτή ενώ βρισκόταν σε αυτοεξορία στην Ιταλία. Η νοσταλγία του Ρώσου διανοούμενου δεν είναι βέβαια μόνον η νοσταλγία του ταξιδευτή μακριά από την πατρίδα του, αλλά ταυτόχρονα και η νοσταλγία που προκαλεί το εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου, ο οποίος ψάχνει να βρει τις παλιές βεβαιότητες.
Μπορεί η ταινία αυτή να μην είναι η καλύτερή του, όμως αποτυπώνει, με έναν πάντα συγκλονιστικό κινηματογραφικά τρόπο, τις υπαρξιακές αγωνίες του Ρώσου στοχαστή, ο οποίος αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα της εξορίας και τη φλόγα της νοσταλγίας της πατρίδας.
Στο έργο απαγγέλλονται ποιήματα του Αρσένη Ταρκόφσκι, πατέρα του σκηνοθέτη.
Ο ποιητής και ο τρελός της ταινίας συνεννοούνται γιατί είναι αδέλφια ομογάλακτα: Ήπιαν το ίδιο γάλα του πολιτισμού αλλά κάποιος πέταξε δηλητήριο στην κούπα.
Αξίζει να σημειωθεί πως τούτο το έγκλημα έγινε στη Δύση, πολύ κοντά στη Ρώμη, το σωτήριον φιλμικό έτος 1983, χρονιά που γυρίστηκε τούτη η ταινία, αφιερωμένη απ' το σκηνοθέτη στη μνήμη της μάνας του, ίσως γιατί το δικό της γάλα ήταν το γνήσιο γάλα του Παραδείσου.
Το μεγάλο δυστύχημα, φαίνεται να λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η απώλεια της ρίζας, και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη τη μεγάλη απώλεια. Κι ο Ταρκόφσκι είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής…
Αξίζει να σημειωθεί πως τούτο το έγκλημα έγινε στη Δύση, πολύ κοντά στη Ρώμη, το σωτήριον φιλμικό έτος 1983, χρονιά που γυρίστηκε τούτη η ταινία, αφιερωμένη απ' το σκηνοθέτη στη μνήμη της μάνας του, ίσως γιατί το δικό της γάλα ήταν το γνήσιο γάλα του Παραδείσου.
Το μεγάλο δυστύχημα, φαίνεται να λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η απώλεια της ρίζας, και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη τη μεγάλη απώλεια. Κι ο Ταρκόφσκι είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής…
-Βασίλης Ραφαηλίδης
🔎5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου