Δεκαεπτά χρόνια μετά την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως «Εθνική Εορτή». Με πρόταση του Γραμματέα επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης Γεωργίου Γλαράκη, που κατείχε και το χαρτοφυλάκιο του Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εσωτερικών, εκδόθηκε στις 15 Μαρτίου 1838, το υπ’ αριθμ. 908 Β.Δ., πού καθιέρωσε την 25η Μαρτίου ως έναρξη του Ιερού Αγώνα του Έθνους. Το σχετικό διάταγμα, που δε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά στον Τύπο της εποχής, έχει ως έξης:
Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή σε ανάμνηση της κήρυξης του Ιερού Αγώνα και της Εθνικής Παλιγγενεσίας, γιατί, όπως αναφέρει σε λόγο του στη Γερουσία ο αγωνιστής του ‘21 και σπουδαία μορφή της πολιτικής ζωής του τόπου Ρήγας Παλαμήδης, «περικλείει ως έν ιερώ κειμηλίω πάσας τας αναμνήσεις του ελληνικού έθνους κατά τό διάστημα του ηρωικού αγώνος».
Πραγματικά, ο ελληνικός λαός πολύ πριν από την επίσημη καθιέρωση της γιορτής, ήδη από τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, συνήθιζε να συνδέει τις αναμνήσεις του Ιερού Αγώνα με τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Για τούτο, την ήμερα αυτή τελούσε μνημόσυνα υπέρ των ηρώων που έπεσαν για την ελευθερία και υπέρ όλων όσων μόχθησαν γι' αυτή, οι πρεσβύτεροι διηγούνταν στους νεότερους τα κατορθώματά τους και οι αρχιερείς και λόγιοι εκφωνούσαν λόγους κατάλληλους προς ανάμνηση των ηρωικών πράξεων. Έτσι, η θεσμοθέτηση του Ευαγγελισμού ως εθνικής γιορτής δεν ήταν παρά η επίσημη αναγνώριση έστω και καθυστερημένα, από την Πολιτεία της πάνδημης λαϊκής επιθυμίας.
"Αν και σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές η 25η Μαρτίου δεν αποτελεί την πραγματική ημερομηνία της έναρξης της Επανάστασης, όμως η χρονική σύμπτωση του Ευαγγελισμού με τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες, από τη μια, και η γενική αναγνώριση των κοινών αγώνων του Κλήρου και του Γένους κατά του ετερόδοξου κατακτητή, από την άλλη, συνέβαλαν ασφαλώς στη σύνδεση της θρησκευτικής και εθνικής γιορτής.
Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη (1851)
Στο νεοσύστατο μικρό ελληνικό βασίλειο, που ως το 1838 τελούνταν επίσημα επτά βασιλικές γιορτές, από τις οποίες γνωστότερη είναι τα "αποβατήρια", δηλαδή ή άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833, η θέσπιση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής γιορτής, βρήκε πανελλήνια αποδοχή γιατί ήταν καθαρά και αποκλειστικά εθνική. Ο ανώνυμος αρθρογράφος της εφημερίδας «Αθηνά» τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός, αναφέροντας για τη γιορτή αυτή ότι είναι «ή μόνη ήτις ημπορεί να συγκίνηση παντός ευαίσθητου Έλληνος την καρδίαν».
Ερευνώντας τις πηγές, διαπιστώθηκε ότι πρώτος ο Παναγιώτης Σούτσος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής λυρικής δημιουργίας στο α' ήμισυ του ΙΘ' αιώνα, είχε προτείνει από το 1834, ως υπουργικός Σύμβουλος στη Γραμματεία των Εσωτερικών, τη σύσταση εθνικής γιορτής καθώς και τη σύσταση υψηλού είδους Ολυμπιακών Αγώνων κατά την 25ην Μαρτίου. Ο ίδιος μάλιστα είχε συνθέσει «'Ωδή εις την Εικοστήν Πέμπτην Μαρτίου ή τα Γενέθλια της Έλλάδος», όπως την τιτλοφόρησε και την συμπεριέλαβε στη συλλογή του «Ή Κιθάρα», πού δημοσίευσε το 1835.
Με βάση το υπόμνημα του Σούτσου, ο Γραμματέας επί των Εσωτερικών Ιωάννης Κωλέττης, συνέταξε το 1835 σχετικό σχέδιο διατάγματος, άλλα δεν πρόλαβε να το πραγματοποιήσει, γιατί εν τω μεταξύ μετατέθηκε ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Το 1837 το θέμα τέθηκε και πάλι ως δημοτική πρόταση στο Γραμματέα των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου, υπό την παράλληλη ιδιότητα του ως Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιγνάτιο φον Ρούντχαρτ. Επειδή, όμως, ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για τις απαιτούμενες διαδικασίες προς έκδοση σχετικού διατάγματος, έγινε άτυπα ο ανάλογος εορτασμός της 25ης Μαρτίου του 1837. Τότε, όπως μας πληροφορεί ο Ρήγας Παλαμήδης, «η τελετή εγένετο μεθ’ όλης της πομπής και επισημότητος· είχον δέ συνέλθει ενταύθα άπασαι σχεδόν αί ιδιωτικαί άρχαί της Αττικής και πλήθος λαού των περιχώρων μετά σημαιών, όπλων και τύμπανων· ώστε η πόλις των Αθηνών παρίστα μέχρι της εσπέρας της επιούσης το θέαμα μεγαλοπρεπούς και τερπνής πανηγύρεως, έν πλήρει τάξει και ησυχία τελούμενης».
Ο Παναγιώτης Σούτσος
Έτσι, μετά από αυτές τις προεργασίες εκδόθηκε τελικά στις 15 Μαρτίου 1838 το διάταγμα, που καθιέρωσε την 25η Μαρτίου ως εθνική γιορτή «εις το διηνεκές». Η δημοσίευση και εκτέλεση του διατάγματος ανατέθηκε στον εισηγητή του, Γεώργιο Γλαράκη.
Στις 17 Μαρτίου το διάταγμα κοινοποιήθηκε στους διοικητές και υποδιοικητές της Επικρατείας και στις 20 του ίδιου μήνα ο Γραμματέας της Επικρατείας επί των Εσωτερικών έστειλε στα ίδια όργανα της διοίκησης εντολές για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων ώστε η γιορτή να τελεσθεί με όλη τη λαμπρότητα και την αξιοπρέπεια πού ταίριαζε στην επίσημη ιστορική μέρα.
Ο πρώτος επίσημος πανηγυρισμός της εθνικής επετείου τελέσθηκε πραγματικά με κάθε λαμπρότητα σε ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, σύμφωνα με δύο επίσημα προγράμματα, που είχαν εκδώσει οι αρμόδιες αρχές και σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη.
Όπως ήταν επόμενο, όλος ο Τύπος της εποχής ασχολήθηκε με το μεγάλο γεγονός. Ο ανώνυμος αρθρογράφος της πολιτικής και φιλολογικής εφημερίδας «Αθηνά», σε ολοσέλιδο άρθρο του, περιγράφει τις επίσημες εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα, και τονίζει την ιδιαίτερη σημασία της μεγάλης γιορτής μ' αυτά τα λόγια:
«Είναι τώ όντι περίεργον νά παρατήρηση τις, άφ' ενός μέρους, πόση χαρά διεχύθη έξαφνα σήμερον εις τάς καρδίας και τά πρόσωπα όλων των Ελλήνων, πόσον συναισθάνονται το σοβαρόν και μεγαλεπήβολον του επιχειρήματος των και πάλιν αφ' έτερου, πόσον έξαφνα τους βλέπει τις από της ευθυμίας νά μεταβαίνουν εις τήν σύννοιαν, ένθυμούμενοι τους κινδύνους τους οποίους υπέφεραν υπέρ της αγίας ελευθερίας μας και τά σφάγια τά οποία επρόσφεραν εις τον ιερόν αυτής βωμόν.
Η υψηλή και μεγίστη Ιδέα αύτης της ιεράς ελευθερίας, τήν οποίαν ανύψωσαν οι προπάτορές μας εις τον κολοφώνα της δόξης της, και της οποίας τά θαύματα άνεπήδησαν, μετά παρέλευσιν τόσων αιώνων, από τάς Θερμοπύλας, τόν Μαραθώνα και τάς Πλαταιάς, εις τό Μεσολόγγιον, Σπάρτην και τό Φραγκοκάστελλον, και από τό 'Αρτεμίσιον εις Σαλαμίνα και τήν Μυκάλην εις τόν Γέροντα, Κάρπαθον και Κρήτην, ήτις τότε μέν εξέπληξε τήν οίκουμένην, νυν δέ έκίνησεν όλους τους λαούς της φωτισμένης Ευρώπης και έφερε γενικήν μεταβολήν και νέαν μορφήν εις τόν φωτισμένον κόσμον· δεν ήτο παράδοξον, αν κάποτε έφερε και αυτήν τήν κατήφειαν εις τους ευθυμούντας Έλληνας, όταν εσυλλογίζοντο, ότι η τόσον ακριβά αγορασμένη ελευθερία των αυτή δεν ετέθη ακόμη επί των πολιτικών θεσμών εις τά στερεά θεμέλια της, είς τά οποία μόνον στηριζομένη υπόσχεται τήν διάδοσιν των ουρανίων αύτης αγαθών.
Και πόσην επισημότητα δέν ήθελε δώσει η εορτή αύτη είς τήν Ελλάδα και όλον τόν φωτισμένον κόσμον αν, μαζί μέ τόν Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, της φανερώσεως του άπ' αιώνος μυστηρίου, της εθνεγέρσεώς μας και λοιπά, έπανηγυρίζετο και ή καθίδρυσις του συντάγματος μας, ή στερέωσις τής ελευθερίας μας αυτής εις την κοινωνίαν μας».
Πιο κάτω ο συντάκτης συνεχίζει με το συγκινητικό επεισόδιο της αδελφής των ανδρείων αδελφών Λέκκα, που συνέβη μπροστά στα Ανάκτορα, στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, οπού είχαν στήσει το χορό οι Αθηναίοι.
«Ο Δήμος των Αθηναίων είχε στήσει έν τρόπαιον έξωθεν της πλατείας του Παλατιού διά τήν έορτήν ταύτην περί τό όποιον συνηθροίζοντο και εχόρευον οι Έλληνες, εν τώ μεταξύ λοιπόν τούτο παρουσιάζεται έξαφνα ή πρεσβύτις και λευκόκομος αδελφή των διακρινομένων διά τήν ξεχωριστήν άνδρείαν των, αδελφών Λέκκα, ήτις αποτεινομένη προς τους χορηγούς, τους είπε: "Σταματήσετε παιδιά μου, είς έμέ ανήκει ν' αρχίσω τον χορόν, διότι είς αυτό τό έδαφος επρόσφερα θύματα δύο ανδρείους αδελφούς και τον μοναχόν μου υιό", και τοιουτοτρόπως μέ τά δάκρυα είς τά όμματα συνεχόρευε καί συνεψάλλετο μέ τους Έλληνας. Ας λέγουν λοιπόν ο,τι θέλουν οι άσπονδοι των Ελλήνων εχθροί Φαλμεράϊροι και άλλοι· ύμεις και αυτών ακόμη των αρχαίων Σπαρτιατίδων τό πνεύμα εύρίσκομεν είς τάς Ελληνίδας».
Για όσους δε συμμετείχαν στον πάνδημο εορτασμό και ιδιαίτερα για τους επίσημους ξένους, τους πρέσβεις της Ρωσίας, της Αυστρίας και τον αντιπρέσβη της Βαυαβαρίας, η εφημερίδα «Ό Σωτήρ» γράφει τα έξης:
«Είς όσους δέν ετίμησαν με τήν παρουσίαν των τήν Έθνικήν Έορτήν μας άποκρινόμεθα: Η Ελληνική Έπανάστασις δέν ομοιάζει μέ καμμίαν άλλην. Μόνη η ιδική μας είχε τό προνόμιον νά χειροκροτηθή από όλους τους λαούς, νά εμπνεύση τήν Μουσαν Βασιλέων, και νά όπλίση όπερ αύτης τους βραχίονας των τριών Κολοσσών της Ευρώπης. Τοιαύτην έπανάστασιν ημπορεί, νομίζομεν, έκαστος ακινδύνως και άνερυθριάστως νά πανηγυρίζη».
Αντίθετα προς το πρώτο λαμπρό πανηγυρισμό της 25ης Μαρτίου, η εφαρμογή του θεσμού συνάντησε την αδιαφορία ή δυσμένεια των Βαυαρών. Σημειώνεται τελεία αδιαφορία για την τέλεση της αμέσως επόμενης επετείου, όπως επίσης παραλείψεις βασικών τελετικών εκδηλώσεων στα άλλα χρόνια, πού μείωσαν την αίγλη της μεγάλης γιορτής στον ετήσιο κύκλο του επίσημου εορτολογίου. Από την άλλη, επισημαίνεται κρατική παρέμβαση για την απαγόρευση εκδηλώσεων, πού είχαν οργανωθεί από την αντιοθωνική στην πλειονότητα της νεολαία, προκειμένου να αναπληρώσουν την κρατική αδιαφορία.
Άλλα ας διατρέξουμε σύντομα τα γεγονότα. Κατά τη γιορτή της 25ης Μαρτίου, στα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του θεσμού, μέσα από τον Τύπο της εποχής ή τις προσωπικές μαρτυρίες πολιτών, που ήταν άμεσα συνδεδεμένες μ' αυτά.
Το 1839, λόγου χάρη, ενώ γιορτάσθηκε με επισημότητα η 25η Μαρτίου στην Επαρχία, στην Καθέδρα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η πολιτική και φιλολογική εφημερίδα «Αιών» διερωτάται για τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς και γράφει σχετικά:
«Ποίοι λοιπόν οι λόγοι, διά τους οποίους τα Δημόσια Καταστήματα, έκτος του Συμβουλίου της Επικρατείας και των δύο Γραμματειών των Εξωτερικών και των Ναυτικών, δεν έδειξαν ως ήτο το χρέος των, σύμφωνον με την εθνικήν του Βασιλέως απόφασιν πνεύμα; Πως, με άλλους λόγους, εξηγήθησαν σιωπηλώς ότι πενθούσιν αυτά εις την γενέθλιον της ανεξαρτησίας μας χαρμόσυνον ημέραν; Και, αν νέον τι μέτρο καταργή, τυχόν, τον επί όλων των πολιτικών εορτών φωτισμόν των Δημοσίων Καταστημάτων, μή τούτο αποτρέπη τους πολίτας μερικώς από του να δείξωσι διά σημείων εξωτερικών το αίσθημα των εις την ελευθερίαν της πατρίδος; Αίσθημα το όποιον νεάζει εις τα σπλάγχνα έκαστου των γνησίων Ελλήνων, και τοιούτον θέλει μεταδοθή, ως παρακαταθήκη πολύτιμος, εις τας μετέπειτα γενεάς μας; Και μολοντούτο μήτε ως Δημόσιοι άνθρωποι, μήτε ως ιδιώται απλοί, διά καταισχύνην περισσοτέραν, εξηγήθησαν οι περισσότεροι, εάν πνέωσιν αίσθημα εθνικόν, εάν αισθάνονται χαράν εθνικήν, δικαιότερα της οποίας δεν δύναται να υπάρξη άλλη. Απ' αυτής, Κύριοι! προέκυψαν όλα, και χωρίς αυτής ο άσημος βάναυσος, το ανδράποδον του Οθωμανικού δεσποτισμού, ήθελεν είσθαι και σήμερον και μέχρι τέλους τοιούτος, και όχι Υπουργός, Σύμβουλος, Διοικητής, ή Δήμαρχος».
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης
Για τα γεγονότα της ίδιας χρονιάς ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει επίσης τα εξής στα Απομνημονεύματα του:
«Τον Μάρτιον μήνα τα 1839 - η Κυβέρνηση αποφάσισε να γένεται μια εθνική γιορτή. Και την αποφάσισε να γένεται κάθε χρόνο του Βαγγελισμού και να γιορτάζη εκείνη την ημέρα γενικώς το κράτος - η Κυβέρνηση κι' ο γλάρος Γλαράκης εις τα πράματα της Γραμματείας του Εσωτερικού ως κρεατούρα ρούσικη, αυτές οι γιορτές δεν τους δίνουν χέρι ν’ άκούγωνται και θέλησαν εκείνη την χρονιά και την έσβησαν δεν άφησαν να γένη τίποτας. Καμπόσοι άνθρωποι κι’ όλα τα παιδιά του σκολείου, του Γυμνασίου, θέλησαν να κάμουν ένα μνημόσυνο όσων σκοτώθηκαν. Προσκάλεσαν πολλούς, προσκάλεσαν κι' έμενα. Η εξουσία βγάζει εναντίον μου ότι κάμω επανάσταση και θα σκοτώσω εκείνους οπού έγιναν αίτιγοι να χαλάση η γιορτή και με χιλιάδες τρόπους σώθηκα!»
Στις 25 Μαρτίου του 1840, αν και δεν εκδόθηκε επίσημο πρόγραμμα, οι πολίτες προσήλθαν στους ναούς, όπου εψάλη μνημοσύνη δοξολογία για τους ήρωες που πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας και το βράδυ η πρωτεύουσα φωταγωγήθηκε, ενώ οι ευαίσθητοι νέοι περιφέρονταν στους αθηναϊκούς δρόμους και ευχόντουσαν: «Αιωνία ή μνήμη των υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων», επαναλαμβάνοντας την ευχή τρεις φορές. Τη συγκίνηση που προκάλεσε το γεγονός αυτό περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά ή εφημερίδα «Αιών»:
«Περιέχυσαν, ομολογούμεν, τους οφθαλμούς μας δάκρυα αναμνήσεων, σεβασμού, χαράς και ελπίδων, όταν ηκούσαμεν ταύτην εκφωνούσαν την ανωτέρω εθνικήν ευχήν.
Οι γέροντες σας λέγουσιν, ώ φρόνιμοι και χρηστοί νέοι:
«Άμες ποκ’ ήμες άλκιμοι νεανίαι.»
Ύμεις δέ φιλοτιμείσθε ψάλλοντες αντί παντός άλλου.
«Άμμες δέ γ’ έσόμεθα πολλω κάρονες».
Ο Ζήσης Σωτηρίου
Στον πανηγυρισμό της 25ης Μαρτίου 1841 σημειώθηκαν ξανά παραλείψεις τελετικών εκδηλώσεων που μαρτυρούν, κατά την εφημερίδα «Αθηνά», «αδιαφορία και ολιγωρία» των Αρχών. Ωστόσο, οι νέοι πρωτοστάτησαν στη γιορτή με φωταψίες και έκθεση σειράς συμβολικών εικόνων.
Αξιομνημόνευτο είναι το επεισόδιο πού εξιστορεί στα «Άπαντά» του ο γνωστός ως Έλλην Συνταγματικός, Ζήσης Σωτηρίου και αναφέρεται σε αυτή τη συμμετοχή των νέων πανηγυριστών. Ο ίδιος, λόγω αρρώστειας, δεν είχε συμμετάσχει στη γιορτή, άλλα επιζήτησε να είναι συγκατηγορούμενος μαζί με τους άλλους ομόγνωμούς του νέους, που στην έξαψη των πνευμάτων τους σημείωσαν κάποιες αταξίες και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο.
Άλλά ας δούμε πως αφηγείται το γεγονός ο Ζήσης Σωτηρίου:
«Έορτάσαντες τήν 25 Μαρτίου του 1841 έκλητεύθησαν οι Κ. Α. Μαλανδρίνος και λοιποί δεκαέξ τον αριθμόν δια νά δικασθώσιν ώς προσβαλόντες τήν Έλλ. Κυβέρνησιν δι’ εικόνων συμβολικών, ήτοι: Διά πλοίου ναυαγούντος άνευ Πηδαλίου. Διά Τράγου τρώγοντος άμπελον και ύπ' αυτής έχουσης τον στίχον «Κι’ αν με φάγης ως την ρίζαν, εγώ πάλιν θα βλαστήσω, και τους όσους θα σε φάγουν, με ζωμόν μου θα ποτίσω». Δι’ Ερμού κολοβού και αλυσσοδεμένου τινάζοντος το βαλάντιόν του. Δι’ επαίτου Έλληνος έκτείνοντος τήν χείρα του, κτλ. κτλ. Τυχών ασθενής κατά δυστυχίαν εκείνην την ημέραν, δεν παρευρέθην εις την εορτήν της 25 Μαρτίου, όθεν και δεν έκλητεύθην ως συνένοχος· άλλα διά να μη παραλείψω τους φίλους μου και συνεταίρους εις τας δυστυχίας των, κατεμήνυσα αυτός εμαυτόν εις την Εισαγγελίαν».
«Η Ελλάς ευγνωμονούσα»
Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1858 από τον Θεόδωρο Βρυζάκη
Από την ίδια πηγή, παρακολουθούμε τη γιορτή των νέων κατά την 25 Μαρτίου 1842 και 1843, οπότε αυτοί βρήκαν την ευκαιρία μαζί με τον πανηγυρισμό της Εθνικής Ελευθερίας να ζητήσουν και την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα.
«Έορτάσαντες την 25 Μαρτίου 1842, είχομεν διαφόρους εικονογραφίας πόλεων της Ελλάδος, εξ ών ή πρώτη είχεν αρχικόν στοιχείον το Σ. και ετελείωνεν ως Σύνθημα αι λέξεις «Σ ύ ν τ α γ μ α Β α σ ι λ ε ύ».
Το 1843 έτος προ της 25 Μαρτίου πολλοί των νέων της πρωτευούσης μοί είπον, ότι δυσκολεύονται να εορτάσουν την 25 Μαρτίου, διότι ενώ κατεξοδεύονται, υποφέρουν αρκετά εκ μέρους της Κυβερνήσεως καταδιωκόμενοι εις τα δικαστήρια. Εγώ δε, τους είπον ότι πρέπει να την εορτάσωμεν, και επενόησε το ακόλουθον, ήτοι να εορτάσω την 25 Μαρτίου ως ημέραν του ονόματος μου. Όθεν συνέταξα την ακόλουθον προκήρυξιν, την οποίαν έδημοσίευσα διά τριών εφημερίδων. Ήτοι:
Προς τόν Κ. Συντάκτην της "Αθηνάς"
Επειδή είς τιμήν του ονόματος μου δέν υπάρχει εκκλησιαστική εορτή, διά νά εορτάζω και εγώ κατά το σύνηθες, απεφάσισα του λοιπού νά εορτάζω τήν 25 Μαρτίου, ήμέραν καθ' ήν και το Έλλ. Έθνος ανέζησε και ίδε τήν Σωτηρίαν του (λέξις έξ ής και το επώνυμόν μου σύγκειται). Ειδοποιώ όθεν τους φίλους μου, νά λάβωσι τήν καλοσύνην νά μέ έπισκεφθώσι κατά τήν Έθνικήν ταύτην ημέραν είς τό ξενοδοχείον του Ερμού, το όποιον επί τώ σκοπώ τούτω ενοικίασα.
Έν Αθήναις τήν 21 Μαρτίου 1843.
Ζήσης Σωτηρίου.
Το εσπέρας της 25 Μαρτίου επέφερεν ικανά εμπόδια η Κυβέρνησις διά τάς εικονογραφίας, αλλ’ έγώ σταθερός είς τήν προκήρυξιν μου, άμα ίδον τον Μοίραρχον σβύοντα τήν λέξιν Χ ά ρ τ η ν (α) μέ το μελάνι, κατέβην μεταξύ των θεατών και διεμαρτυρήθην κατά της πράξεως ταύτης διά των ακολούθων λέξεων: «Μή νομίσατε, Κύριοι, ότι ίβαλα έγώ χείρα είς τόν Συνταγματικόν Χάρτην, κάλλιο νά μοί έκοπτον τήν χείρα παρά νά πράξω τούτο». Και στεφανώσας όλους τους φοιτητάς του Πανεπιστημίου και Γυμνασίου περιήλθον όλην τήν πόλιν ψάλλοντες άσματα υπέρ του Συντάγματος. Ακολούθως ήλθαν είς το Ξενοδοχείον και μέ έχαιρέτησαν. Η δέ Μεραρχία τους διέλυσε φυλακώσασα τον Κ. Γεώργιον Παράσχον».
Από τα προηγούμενα παραδείγματα των κρατικών παρεμβάσεων διαφαίνεται ότι η αιτία της αδιαφορίας και της δυσαρέσκειας των κρατικών άρχων για τον πανηγυρισμό της 25ης Μαρτίου με τη μεγαλοπρέπεια που ταίριαζε στο μέγεθος της γιορτής, οφειλόταν, κατά ένα μεγάλο μέρος, στο φόβο των Βαυαρών για ενδεχόμενο συνδυασμό της εθνικής γιορτής με ανατρεπτικές ενέργειες και επιδιώξεις για την ανεπιθύμητη παροχή Συντάγματος, που, ως γνωστό, δε βράδυνε να πραγματοποιηθεί με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Από τότε και ως σήμερα δεν έπαψε να γιορτάζεται κάθε χρόνο επίσημα ή εθνική γιορτή, έκτος από τους χαλεπούς χρόνους 1943 και 1944, εξαιτίας της ξένης κατοχής του τόπου μας.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΑΙΟΥ
Από την "Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1990"
Εξαιρετικό κείμενο-αφιέρωμα που αξίζει να αναγνωστεί από όλους μας....
ΑπάντησηΔιαγραφή