Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Το χαρτί των παλιών βιβλίων


Έχετε αναρωτηθεί πώς γίνεται το χαρτί ενός βιβλίου του 1830 να έχει διατηρήσει τη λευκότητά του (έστω και με σημάδια οξειδώσεων) όταν το χαρτί αρκετών πολύ μεταγενέστερων εκδόσεων π.χ. της δεκαετίας του 1950, έχει κατακιτρινίσει;
Η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο παρασκευής του χαρτιού που άλλαξε σταδιακά μετά το 1850. Για εκατοντάδες χρόνια στη Δύση, το χαρτί παρασκευάζονταν από μακριές ίνες καθαρής κυτταρίνης από ράκη (κουρέλια), κυρίως λινού, κάνναβης ή βαμβακιού, οι οποίες απαιτούσαν λιγότερη επεξεργασία για να προσφέρουν καλή επιφάνεια γραψίματος.
Την παραδοσιακή αυτή τεχνική παραγωγής χαρτιού περιγράφει στην πιο κλασική μορφή της, η μηχανικός Δρ. Θεοδώρα Φιλιππακοπούλου ως εξής: «Τα ράκη ή οι φυτικές ίνες, διαβρέχονταν, αφήνονταν για ορισμένο χρόνο, βράζονταν με αλισίβα, τοποθετούνταν σε υφασμάτινες δικτυωτές τσάντες και πλένονταν με τρεχούμενο νερό, ώστε να απομακρυνθούν τα αλκαλικά συστατικά και οι ακαθαρσίες. Στη συνέχεια, χτυπούσαν (beat, από όπου προέρχεται ο όρος beater) με ξύλινες ράβδους μικρές ποσότητες του υλικού πάνω σε ξύλινους πάγκους. Ακολου­θούσε η αραίωση του πολτού με νερό σε μια δεξαμενή και η βύθιση ενός ορθογώνιου κόσκινου (mould) στη δεξαμενή. Το νερό αποστράγγιζε μέσω των ανοιγμάτων του κόσκινου και οι ίνες διαμόρφωναν το φύλλο του χαρτιού στην επιφάνεια του κόσκινου. Τα φύλλα απομακρύνονταν από το κόσκινο κι αφήνονταν να στεγνώσουν στον αέρα. Στο τέλος λείαιναν τη στεγνή επιφάνεια και πρόσθεταν κόλλα (συνήθως από σπόρους δημητριακών), για να μην ποτίζει το μελάνι.»



Η περιγραφή του τρόπου παραγωγής χαρτιού στο ελληνικό περιοδικό "Ανθολογία" του 1837 (κλικάρετε στις εικόνες για μεγέθυνση)

Για περισσότερα από 700 χρόνια (από τον 12ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα), στις Δυτικές χώρες (Ευρώπη και Αμερική) το χαρτί παραγόταν από παλιά υφάσματα, τα οποία απλώς είχαν υφανθεί και δεν περιείχαν χημικές ή λευκαντικές ενώσεις. Τα ράκη κόβονταν σε μικρά κομμάτια και μετατρέπονταν σε χαρτί.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν λινά ράκη, ενώ από τα μέσα του 18ου αιώνα (όταν εξαπλώθηκε η χρήση των βαμβακερών υφασμάτων) επιπλέον και βαμβακερά. Καθώς το βαμβάκι περιέχει πάνω από 90% κυτταρίνη και το λινάρι περίπου 80%, τα χαρτιά αυτά είχαν μεγάλη αντοχή και διάρκεια ζωής. Η μεγάλη ζήτηση του χαρτιού, καθώς αυξανόταν συνεχώς η έκδοση βιβλίων και η κυκλοφορία εφημερίδων και περιοδικών, σύντομα προκάλεσε έλλειψη πάνινων ρακών. Το 1666 η Αγγλική βουλή εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε τη χρήση μάλλινων μόνο υφασμάτων και απαγόρευε τη χρήση λινών και βαμβακερών υφασμάτων για τον ενταφιασμό των νεκρών, με στόχο να εξοικονομηθούν τα τελευταία για τις χαρτοποιίες. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομήθηκαν 90 τόνοι ρακών σε ένα χρόνο.

Το 1680 στην Ολλανδία επινοήθηκε ο πρόδρομος των σύγχρονων μηχανημάτων αποΐνωσης (beater), ο οποίος έως και σήμερα ονομάζεται «Ολλανδός» (Hollander ή pile hollandaise στη γαλλική ορολογία). Όπως σημειώνει η μηχανικός Δρ. Θεοδώρα Φιλιππακοπούλου, «αποτελούταν από έναν μακρύ ξύλινο κάδο στρογγυλεμένο στα δύο άκρα, στο εσωτερικό του οποίου περιστρεφόταν συμπαγής ξύλινος κύλινδρος, ο οποίος έφερε σιδερένια μαχαίρια για την αποΐνωση των ρακών. Η κινητήρια δύναμη του συστήματος παρεχόταν από την ενέργεια του ανέμου ή του νερού. Η συνεχής παροχή νερού στο μηχάνημα επιτύγχανε -ταυτόχρονα με την αποΐνωση- πλύσιμο και καθαρισμό των ινών από τις ακαθαρσίες». Το κέρδος σε χρόνο υπήρξε πολύ σημαντικό καθώς έγινε εφικτή η παραγωγή 50 κιλών πολτού μέσα σε 6 έως 10 ώρες, όταν παλαιότερα χρειαζόντουσαν 30 έως 40 ώρες για δέκα κιλά.


Ο "Ολλανδός"

Όπως αναφέρει το site www.piaf-archives.org της Διεθνούς Ένωσης Γαλλόφωνων Αρχείων (AIAF), ο «Ολλανδός» διαδόθηκε στη Γαλλία στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Η χρήση του είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής του χαρτιού αλλά και της ποιότητας. Πράγματι, τα παραδοσιακά μηχανήματα απλώς «έτριβαν» τις ίνες, ενώ ο «Ολλανδός» τις τεμάχιζε με αποτέλεσμα να είναι πιο κοντές και η παραγόμενη χαρτόμαζα να έχει λιγότερη αντοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλική κυβέρνηση απαγόρευσε τη χρήση του «Ολλανδού» για την παραγωγή του χαρτιού των επίσημων εγγράφων μέχρι το 1861.
Καθώς η τυπογραφία κατανάλωνε μεγάλους όγκους χαρτιού, η πρώτη ύλη άρχισε να μειώνεται αισθητά με αποτέλεσμα να αναζητηθούν άλλες πηγές πρώτης ύλης. Μετά το 1850, οι χαρτοποιοί αντικατέστησαν σταδιακά την πρώτη ύλη από ξυλώδεις ίνες που ήταν κατά πολύ φτηνότερες, καθώς τον 19ο αιώνα υπήρχε αφθονία σε δένδρα.
Η κυτταρίνη του ξύλου, όμως, ήταν (και είναι) χημικώς ακάθαρτη και ασταθής, σε αντίθεση µε αυτή του βάμβακος, του λινού ή της καννάβεως, που εχρησιμοποιείτο παλαιότερα, όπως σημειώνει ο χημικός–συντηρητής αρχειακού υλικού Δρ. Σπύρος Ζερβός. Το ξύλο περιέχει μια ουσία που λέγεται λιγνίνη και κιτρινίζει όταν εκτίθεται στον αέρα ή στο φως του ήλιου. Βέβαια, τα διαφορετικά είδη χαρτιού δεν έχουν την ίδια αναλογία λιγνίνης. Το χαρτί των εφημερίδων που είναι από τα φτηνότερα έχει μεγαλύτερη ποσότητα.
Αν και είχαν προηγηθεί πειραματικές παραγωγές χαρτιού από ξυλώδεις ίνες, οι πρώτες μηχανές εκτριβής (grinding) ξύλου χρονολογούνται από το 1844. Το συγκεκριμένο έτος, στη Γερμανία, ο Friedrich Gottlob Keller κατασκεύασε ένα μηχάνημα θρυμμάτισης ξύλου. Ο Keller κατόρθωσε να ξεχωρίσει τις ίνες από τη δομή του ξύλου συνθλίβοντας κομμάτια ξύλου με τη βοήθεια μιας περιστρεφόμενης και διαβρεχόμενης με νερό πέτρας. Έτσι, για πρώτη φορά παρασκεύασε μηχανική χαρτόμαζα (χρησιμοποιήθηκε για την εκτύπωση μιας εφημερίδας), προσθέτοντας όμως και ένα ποσοστό 40% ίνες από ράκη, για να αυξήσει την αντοχή της.


Ο Friedrich Gottlob Keller

Το 1846, ο Γερμανός Heinrich Voelter, ιδιοκτήτης χαρτοποιίας, αγόρασε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του Keller, σχεδίασε και κατασκεύασε (με τη βοήθεια του μηχανικού Voith) μηχανήματα εκτριβής σε εμπορική κλίμακα. Έτσι, τελικά το 1852 ο Voelter παρήγαγε την πρώτη μηχανική χαρτόμαζα σε βιομηχανική κλίμακα, η οποία περιείχε και ένα ποσοστό ινών από ράκη. Ταυτόχρονα, αλλά ανεξάρτητα από τον Keller, ο Charles Fenerty το 1844 ήταν ο πρώτος που έφτιαξε μηχανική χαρτόμαζα στην Αμερική (συγκεκριμένα στο Halifax του Καναδά) από ξύλο ερυθρελάτης. Όμως, η πρώτη βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή μηχανικής χαρτόμαζας στην Αμερική, πραγματοποιήθηκε το 1867 στη Μασαχουσέτη, χρησιμοποιώντας μηχανήματα εκτριβής που είχαν εισαχθεί από τη Γερμανία και βασίζονταν στα σχέδια του Voelter. Σύντομα κατασκευάστηκαν στην Αμερική παρόμοια μηχανήματα. Το 1863 τυπώθηκε δοκιμαστικά για πρώτη φορά αμερικάνικη εφημερίδα (η «Boston Weekly Journal») σε μηχανική χαρτόμαζα. Το 1866 λειτούργησε στον Καναδά η πρώτη μονάδα μηχανικής χαρτόμαζας, η οποία χρησιμοποιούσε ξύλο σφενδάμνου.


Η εκβιομηχάνιση της τυπογραφίας επέφερε και άλλες σημαντικές αλλαγές. Ειδικότερα, ξεκίνησε η κατεργασία του χαρτιού με κολοφώνιο (μία ειδική ρητίνη) και θειικό αργίλιο, ώστε το μελάνι να μη διαβρέχει όλη τη σελίδα και να παραμένουν ευανάγνωστοι οι τυπωμένοι χαρακτήρες. Έτσι, αν και η χρήση των συγκεκριμένων υλικών έκανε πιο εύκολη την αδιαβροχοποίηση του χαρτιού απ’ ό,τι στο παρελθόν, όπως αποκαλύφθηκε γύρω στο 1930, είχε επίσης και σαν συνέπεια την ταχύτερη φθορά των βιβλίων.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Σλοβένου επιστήμονα Matija Strlic από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, στο περιοδικό Wired, μία σελίδα που έχει κατεργαστεί με αυτό τον τρόπο έχει διάρκεια ζωής η οποία δεν ξεπερνά τα 200 χρόνια, τη στιγμή που σε ακόμη παλιότερα συγγράμματα έχουν χρησιμοποιηθεί πιο αβλαβείς πρώτες ύλες, με συνέπεια αυτά να μπορούν να παραμείνουν σε σχετικά καλή κατάσταση ακόμη κι έπειτα από μισή χιλιετία.
Το σύγχρονο χαρτί που κατασκευάζεται από μηχανικό πολτό ξύλου, εξακολουθεί να περιέχει πολλή λιγνίνη και είναι από την κατασκευή του όξινο, σε σχέση µε αυτό, που κατασκευάζεται από χημικό πολτό, που είναι ανθεκτικότερο και εν ολίγοις καθαρότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία, με τη σταδιακή στροφή στην παραγωγή αλκαλικού χαρτιού καθιερώνεται η χρήση του ανθρακικού ασβεστίου ως υλικού επιβάρυνσης και επικάλυψης του χαρτιού, επιτυγχάνονται πλέον καλύτερα αποτελέσματα τόσο στην απόδοση αλλά και την αντοχή στο χρόνο.
Η κατώτερη ποιότητα του χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε μετά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, έχει ως αποτέλεσμα τη φθορά μεγάλου μέρους του βιβλιακού και αρχειακού υλικού. Σύμφωνα με άρθρο του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Συντηρήσεως, Αποκαταστάσεως και Μικροφωτογραφήσεως της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Βασίλη Πελτίκογλου, το 2008, το 30-35% των βιβλίων της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι φθαρμένο και όξινο. Το ποσοστό αυτό είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.


Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος

Ενδεικτικά ο κ. Πελτίκογλου αναφέρει πως σε έρευνα που έγινε σε συλλογές µε σύγχρονο χαρτί, της περιόδου 1800-1990 στην Ολλανδία, αποδείχθηκε ότι στα Γενικά Αρχεία της Ολλανδίας, το 1,5% του χαρτιού είναι εύθρυπτο και το 6,3% είναι εξασθενηµένο και απώλεσε την αρχική του παγιότητα, το 2,2% είναι εύθρυπτο και το 4,4% απώλεσε την αρχική του παγιότητα στη Royal Library. Στη Γερµανία το 12-16% των βιβλιακών συλλογών έχουν όξινο και εύθρυπτο χαρτί. Στα 100 εκατοµµύρια βιβλία, περίπου, που φυλάσσονται στις ιταλικές βιβλιοθήκες, το 30-40% του χαρτιού είναι φθαρµένο. Επίσης το 20% περίπου των βιβλίων στην Γαλλία έχουν φθαρµένο χαρτί. Στην περίπτωση της Ελλάδος δεν έχουµε εθνικό στατιστικό πίνακα φθορών του βιβλιακού και αρχειακού υλικού.
Το 1994, η ISO (International Standard Organisation), δημοσίευσε τη νόρμα ISO 9706 μη όξινου (acid free) χαρτιού μακράς διαρκείας (Permanent Paper). Ο νέος αυτός τύπος ποιότητας χαρτιού έχει μεγάλη χημική σταθερότητα και αντιστέκεται στις προσβολές μικροβίων. Κατασκευάζεται από ίνες βάμβακος, λινού ή και ξύλου υπό την προϋπόθεση να έχουν αφαιρεθεί όλα τα επιβλαβή υλικά από την κυτταρίνη. Δεν περιέχει ενισχυτικά λαμπρότητας (optical brighteners), που χρησιμοποιούνται για την καλή οπτική εμφάνιση, όπως επίσης και λιγνίνη. Το ποσοστό των μεταλλικών αλάτων είναι ελεγχόμενο. Έχει ικανή εναποθήκευση σε ανθρακικό ασβέστιο, για να έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της οξύτητας. Δεν έχει θαμπάδα και κολλαρίζεται µε ουδέτερη κόλλα, για να έχει την απαιτούμενη παγιότητα και ελαστικότητα. Παράλληλα, η ISO δημιούργησε τη νόρμα ISO 11108 για το χαρτί αρχείου (Archival Paper). Πρόκειται για ένα χαρτί ακόμη υψηλότερων προδιαγραφών που συστήνεται για εκδόσεις μεγάλης αξίας. Πέρα από την αντίσταση στη φθορά του χρόνου, το χαρτί αρχείου έχει σχεδιαστεί ώστε να παρουσιάζει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και στη φθορά λόγω χρήσης. Είναι προφανές ότι τα συγκεκριμένα είδη χαρτιού είναι ακριβότερα.

Η υπεροχή της παράδοσης


Μουσείο παραδοσιακής χαρτοποιίας, σε παλιό μύλο στη Γαλλία

Παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας παραγωγής χαρτιού και τη διόρθωση εσφαλμένων πρακτικών παλαιότερων δεκαετιών, οι συλλέκτες τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο την ποιότητα των φύλλων των βιβλίων που έχουν εκδοθεί πριν το 1850.
Το κύρος των παραδοσιακών υλικών επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: τα χαρτονομίσματα του ευρώ δεν κατασκευάζονται από ίνες ξύλου αλλά από ίνες βάμβακος. Εξάλλου, μετρήσεις που έχουν γίνει από επιστήμονες όπως ο Γερμανός χημικός Δρ. Dieter Klemm, αναδεικνύουν την ποιοτική υπεροχή της ίνας βάμβακος, η οποία έχει μέσο μήκος 9.000 μm όταν το αντίστοιχο μήκος μίας ίνας πεύκου είναι μόλις 3100 μm.
Ορισμένες χαρτοβιομηχανίες έχουν επιχειρήσει να φτιάξουν χαρτί που να έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με το παραδοσιακό του 18ου αιώνα. Ωστόσο, ο γάλλος χαρτοποιός Jacques Bréjoux υποστηρίζει ότι αποτελούν απομιμήσεις λιγότερο καλής ποιότητας: «Τη δεκαετία του 60, η διαλογή των κουρελιών έγινε δύσκολη εξαιτίας της ύπαρξης συνθετικών υλικών στα υφάσματα. Έτσι αντικαταστάθηκαν από πρωτογενή υλικά όπως στουπιά λίνου και κάνναβης, χνούδια βάμβακος (ίνες υπερβολικά κοντές για να νηματοποιηθούν) ή μπανάνα Μανίλας (που καλλιεργείται αποκλειστικά για τις ίνες της). Ακόμη και όταν πετυχαίνουν την αναπαραγωγή της αισθητικής όψης ενός χαρτιού του 18ου αιώνα, αναμειγνύοντας εύθρυπτο βαμβάκι και σκληρό λινό, δεν παύει να είναι ένα χαρτί το οποίο περιέχει τουλάχιστον κατά 60% ένα υλικό που δεν χρησιμοποιούνταν πριν από τον 19ο αιώνα. Δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο στο περιβάλλον, με το λινό ή την κάνναβη. Δεν μπορεί να έχει τις ίδιες ιδιότητες με το χαρτί του οποίου αποτελεί απομίμηση. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από αυτά τα κομμάτια υφάσματος, τα λερωμένα από τον ιδρώτα, τα λίπη και το πύον, που βρασμένα και ξαναβρασμένα σε αλκαλικές μπουγάδες, χτυπημένα και στημένα, κατέληξαν στο σακούλι ή στο καρότσι του ρακοσυλλέκτη και μετατράπηκαν εν τέλει σε πολτό. Η απαράμιλλη ποιότητα του προβιομηχανικού χαρτιού, η ευελιξία, η ακαμψία, η αντοχή και η απαλότητά του, οφείλονται σε όλες αυτές τις μεταμορφώσεις καθώς και στην τέχνη του μάστορα χαρτοποιού».
Σήμερα, υπάρχουν ακόμη μερικοί μύλοι στην Ευρώπη, που φτιάχνουν χαρτί με τον παραδοσιακό τρόπο, σε μικρές ποσότητες.

Κείμενο:
http://spaniasyllektika.blogspot.gr/
Σχετικά links:
http://sites.google.com/site/paperfil/Home/paper-history-1
http://users.teiath.gr/szervos/__objects/docs/phd_zervou_19_a.pdf
http://www.eae.org.gr/Texts/pub_an_08b.pdf
http://epipleon.gr/images/epipleon_magazines/ISTORIKA%2021.pdf
http://www.ekathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_21/11/2009_362299
http://en.wikipedia.org/wiki/History_of_paper
http://www.moulinduverger.com/papier-main/article-26.php
http://www.piaf-archives.org/espace-formation/file.php/10/m8section2_web_web/co/m8section2_1.html
http://mikrosserifis.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...