Τα λογοτεχνικά έργα του Βαγγέλη Γεωργάκη ακροβατούν ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο, στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Είναι όμως και μεγάλος συλλέκτης παλιών περιοδικών, ενώ οι χάρτινοι ήρωες έχουν επηρεάσει το λογοτεχνικό του σύμπαν με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο Αγαπημένος ήρωας των παιδιών» που διαδραματίζεται στην Ελλάδα της κρίσης. Ως κινητήριος μοχλός της αλληγορικής ιστορίας του είναι ένα σκοτεινό σκίτσο του Μίκυ Μάους που διαρκώς μεταβάλλεται και μαζί του μεταβάλλεται η πραγματικότητα. Επίσης, το εξώφυλλο του βιβλίου παραπέμπει εμμέσως στην τριάδα του Μικρού Ήρωα λειτουργώντας ως φόρος τιμής στους χάρτινους ήρωες.
Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο είναι απολύτως δηλωτικό για την αλληλεπίδραση κόμικς και λογοτεχνίας:
–Τι γνώμη έχετε για τους χάρτινους ήρωες; ρώτησε ο παρουσιαστής, και δεν μπορούσε να γίνει πιο συγκεκριμένος.
–Να σας πω, είπε ο Κώστας Κ., εγώ, εκτός απ' τους παιδικούς μου φίλους, μ' αυτούς μεγάλωσα, τους χάρτινους ήρωες δηλαδή, και πιστέψτε με για μένα δεν ήταν καθόλου χάρτινοι, υπήρχαν, και μάλιστα μια χαρά, στην άπειρη, αθώα, όχι χάρτινη, παιδική μου φαντασία. Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, κάθε λογής κόμικς, αλλά και γραπτός λόγος με λίγες εικόνες, Μικρός Κάου-μπόυ δηλαδή, Μικρός Αρχηγός, και φυσικά Μικρός Ήρωας, ο εκπληκτικός Γιώργος Θαλάσσης, το επονομαζόμενο Παιδί-Φάντασμα, που τα έβαζε με τους Γερμανούς κατακτητές, ίσως αυτό μας λείπει από την Ελλάδα σήμερα, ένας Γιώργος Θαλάσσης, πολλοί Γιώργοι Θαλάσσηδες και πολλά Παιδιά-Φαντάσματα –όχι όμως Πολίτες-Φαντάσματα– που θα μπορούσαν να αντισταθούν στην οικονομική λαίλαπα που δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτική, και πολιτιστική, προπάντων ηθική. Ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερο μυστικό μου τότε που έπαιζα καλά, τόσο καλά, η πιο φωτεινή πλευρά μου. Οι αρχές, οι αξίες, που μου είχαν δώσει οι χάρτινοι ήρωες, ό,τι μου είχε απομείνει. Ήθελα να είμαι ο ήρωας του γηπέδου, ήρωας της ζωής, παρά τη σήψη που με έπνιγε, μέρος της οποίας ήμουν, δυστυχώς, κι εγώ.
–Πόσο ρομαντικός ακούγεστε σε μια εποχή που λένε ότι δεν υπάρχουν ήρωες, αν εξαιρέσουμε εσάς φυσικά.
–Ακούστε, βαρύς ο χαρακτηρισμός να με πείτε εμένα ήρωα, τιμητικός, αλλά βαρύς. Η αλήθεια είναι ότι εκείνο το βράδυ, ή μάλλον όλο εκείνο το διάστημα που αιωρούμουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ένιωσα να είμαι το πιόνι, η αιχμή του δόρατος σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που ξέφευγε από τις δικές μου περιορισμένες, ανθρώπινες, όσο καλή φυσική κατάσταση και να είχα, δυνατότητες. Ίσως υπήρξα και εγώ, όχι ένας ήρωας, αλλά ένας χάρτινος ήρωας, που είχε κάποια πλεονεκτήματα, κάποιες καλές ιδιότητες, αλλά εύκολα μπορούσες να συντρίψεις, κάψεις ή να σκίσεις όπως μια κόλλα χαρτί. Και η αλήθεια είναι ότι κινδύνεψα να συντριβώ, να καώ ή να διαμελιστώ σε χίλια κομμάτια, αν και για να υπάρξω εγώ, έστω και τυχαία, ένας ήρωας λέτε εσείς, ένας χάρτινος ήρωας λέω εγώ, εκατοντάδες, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες συνομήλικοί μου χρειάστηκε να τσαλαπατηθούν, και να καταστραφούν, βίαια ποδοπατηθούν, όπως ίσως τα ανυποψίαστα θύματα της Θύρας 7, ή το Μαύρο Απόγευμα εκείνης της Βουλής, για να ξεπηδήσει μέσα από αυτούς κάποιος που ξέφυγε, έγινε ο ίδιος το σύστημα μέσα στο σύστημα, που τονίζω, στην προσωπική μου περίπτωση, παρά τις όποιες ικανότητες που είχα στο ποδόσφαιρο, τα υπόλοιπα για μένα ήταν θέμα τύχης, κολασμένης τύχης.
–Πόσο σεμνός, πόσο αληθινός, Κώστας Κ. κυρίες και κύριοι –ή να τον λέμε άραγε Κωστή– πόσο ωραίος, τόσο συμπαθής, χειροκροτήστε τον παρακαλώ, ένας πραγματικός ήρωας, δεν μπορούμε να μην το πούμε, και ας μην το παραδέχεται ο ίδιος.
–Να σας πω, είπε ο Κώστας Κ., εγώ, εκτός απ' τους παιδικούς μου φίλους, μ' αυτούς μεγάλωσα, τους χάρτινους ήρωες δηλαδή, και πιστέψτε με για μένα δεν ήταν καθόλου χάρτινοι, υπήρχαν, και μάλιστα μια χαρά, στην άπειρη, αθώα, όχι χάρτινη, παιδική μου φαντασία. Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ, κάθε λογής κόμικς, αλλά και γραπτός λόγος με λίγες εικόνες, Μικρός Κάου-μπόυ δηλαδή, Μικρός Αρχηγός, και φυσικά Μικρός Ήρωας, ο εκπληκτικός Γιώργος Θαλάσσης, το επονομαζόμενο Παιδί-Φάντασμα, που τα έβαζε με τους Γερμανούς κατακτητές, ίσως αυτό μας λείπει από την Ελλάδα σήμερα, ένας Γιώργος Θαλάσσης, πολλοί Γιώργοι Θαλάσσηδες και πολλά Παιδιά-Φαντάσματα –όχι όμως Πολίτες-Φαντάσματα– που θα μπορούσαν να αντισταθούν στην οικονομική λαίλαπα που δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτική, και πολιτιστική, προπάντων ηθική. Ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερο μυστικό μου τότε που έπαιζα καλά, τόσο καλά, η πιο φωτεινή πλευρά μου. Οι αρχές, οι αξίες, που μου είχαν δώσει οι χάρτινοι ήρωες, ό,τι μου είχε απομείνει. Ήθελα να είμαι ο ήρωας του γηπέδου, ήρωας της ζωής, παρά τη σήψη που με έπνιγε, μέρος της οποίας ήμουν, δυστυχώς, κι εγώ.
–Πόσο ρομαντικός ακούγεστε σε μια εποχή που λένε ότι δεν υπάρχουν ήρωες, αν εξαιρέσουμε εσάς φυσικά.
–Ακούστε, βαρύς ο χαρακτηρισμός να με πείτε εμένα ήρωα, τιμητικός, αλλά βαρύς. Η αλήθεια είναι ότι εκείνο το βράδυ, ή μάλλον όλο εκείνο το διάστημα που αιωρούμουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ένιωσα να είμαι το πιόνι, η αιχμή του δόρατος σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που ξέφευγε από τις δικές μου περιορισμένες, ανθρώπινες, όσο καλή φυσική κατάσταση και να είχα, δυνατότητες. Ίσως υπήρξα και εγώ, όχι ένας ήρωας, αλλά ένας χάρτινος ήρωας, που είχε κάποια πλεονεκτήματα, κάποιες καλές ιδιότητες, αλλά εύκολα μπορούσες να συντρίψεις, κάψεις ή να σκίσεις όπως μια κόλλα χαρτί. Και η αλήθεια είναι ότι κινδύνεψα να συντριβώ, να καώ ή να διαμελιστώ σε χίλια κομμάτια, αν και για να υπάρξω εγώ, έστω και τυχαία, ένας ήρωας λέτε εσείς, ένας χάρτινος ήρωας λέω εγώ, εκατοντάδες, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες συνομήλικοί μου χρειάστηκε να τσαλαπατηθούν, και να καταστραφούν, βίαια ποδοπατηθούν, όπως ίσως τα ανυποψίαστα θύματα της Θύρας 7, ή το Μαύρο Απόγευμα εκείνης της Βουλής, για να ξεπηδήσει μέσα από αυτούς κάποιος που ξέφυγε, έγινε ο ίδιος το σύστημα μέσα στο σύστημα, που τονίζω, στην προσωπική μου περίπτωση, παρά τις όποιες ικανότητες που είχα στο ποδόσφαιρο, τα υπόλοιπα για μένα ήταν θέμα τύχης, κολασμένης τύχης.
–Πόσο σεμνός, πόσο αληθινός, Κώστας Κ. κυρίες και κύριοι –ή να τον λέμε άραγε Κωστή– πόσο ωραίος, τόσο συμπαθής, χειροκροτήστε τον παρακαλώ, ένας πραγματικός ήρωας, δεν μπορούμε να μην το πούμε, και ας μην το παραδέχεται ο ίδιος.
Που πήγε εκείνη η όμορφη παιδική ηλικία που τόσο ανεξίτηλα μας είχε σημαδέψει; Χάθηκε. Χάθηκε, μας είπαν. Μες στο βωμό του κέρδους και στους γκρίζους καπνούς των πολυκατοικιών, στους οίκους ανοχής του καπιταλισμού, μπορντέλα είτε τράπεζες. Χρεοκοπήσαμε συνοδοιπόροι, αγαπητοί μας παιδικοί μας φίλοι, μέχρι που ήταν αργά για να γυρίσουμε πίσω. Αλλά. Βρήκαμε τη λύση. Ενήλικες το είπαμε, ωριμότητα το βαφτίσαμε. Και σοβαρότητα: α π ε λ π ι σ ί α! Και ο Μίκυ, α, ο Μίκυ... αγαπημένος ήρωας των παιδικών μας χρόνων –θα μπορούσε να είναι ο θρυλικός Γιώργος Θαλάσσης, το επονομαζόμενο Παιδί-Φάντασμα ή ο Γκαούρ-Ταρζάν, οποιοσδήποτε μεγάλος θρύλος, πέρα από κάθε αμφιβολία– ένα τέρας στη γωνία να μας χαμογελά, να μας προδίδει...
Τελικά, γιατί αναβιώνουν οι ήρωες αυτοί σήμερα και ποιο κοινό διαβάζει τα περιοδικά αυτά;
Ο Βαγγέλης Γεωργάκης απαντά χαρακτηριστικά: «Επανέρχονται, γιατί βιώνουμε ένα Αποκαλυπτικό τοπίο και οι χαρισματικοί νεκροί ανασταίνονται όπως ο Ιησούς. Τα περιοδικά αυτά τα διαβάζουν όσοι ονειρεύονται τα βράδια ότι σώζουν την αγαπημένη τους από τους κακούς»...
Βαγγέλης Γεωργάκης
Κείμενο που δημοσιεύθηκε στο ένθετο "Πολιτιστικές Διαδρομές" #10, της εφημερίδας "Νέοι Αγώνες", τον Δεκέμβριο του 2015.
Το έντυπο επιμελείται ο Υποψήφιος Διδάκτορας του Πάντειου Πανεπιστημίου, Παναγιώτης Κάπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου