Λίγο πριν να φύγει το σωτήριο έτος 1947 στον μικρόκοσμο του ντισνεϊκού σύμπαντος εισβάλλει μια πάπια ράτσας του Πεκίνου (anas platyryghos domestca, επί το επιστημονικότερο) και διεκδικεί μερίδιο της δημοφιλίας την οποία απολαμβάνει ο εκ της μητρός του ανιψιός ο Ντόναλντ. Είναι ο ζάπλουτος “Θείος Σκρουτζ”, ο πιο επιφανής γόνος της παλαιάς σκοτσέζικης φατρίας (clan) των Μακ Ντακ, με ιδιόκτητο, πλην όμως ερείπιο, πύργο με κάμποσα πατρογονικά φαντάσματα να τον κατοικούν στα Χάιλαντς και συγκεκριμένα στο Rannoch Moore της Σκοτίας. Με υπερβολικά τονισμένα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των Σκοτσέζων (μόνο κιλτ δεν φοράει) κι ιδιαίτερα αυτό της θρυλούμενης τσιγκουνιάς με το “χαίρω πολύ” των συστάσεων στα δυο πρώτα καρέ της σταδιοδρομίας του στα κόμικς, δίνει ο ίδιος το στίγμα του χαρακτήρα του καταλήγοντας τον σύντομο μονόλογό του: «…Εγώ όμως είμαι διαφορετικός! Όλοι με μισούν... Κι εγώ τους μισώ όλους!»...
Ελαιογραφία του Σκρουτζ φιλοτεχνημένη από τον
δημιουργό του, τον Καρλ Μπαρκς.
Ο δημιουργός του, ο Καρλ Μπαρκς, ο επονομαζόμενος “Παπιάνθρωπος”, για τη συμβολή του στη δημιουργία δεκάδων ακόμα πρωταγωνιστικών και δευτερευόντων χαρακτήρων που πλαισιώνουν τον Ντόναλντ, για να τονίσει ακόμα τον χαρακτήρα του ως πλούσιου και ανάλγητου γέρο-τσιγκούνη, του έδωσε το όνομα-συνώνυμο της φιλαργυρίας του Εβραίου (Εμπενέιζερ) Σκρούτζ από την πασίγνωστη “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” του Τσαρλς Ντίκενς, τον οποίο μάλιστα και υποδύθηκε σε μια καρτούν εκδοχή της ιστορίας το 1983! Για τα αμύθητα πλούτη που δημιούργησε εκ του μηδενός και συσσωρεύει στο τεραστίων διαστάσεων θησαυροφυλάκιό του-απόρθητο φρούριο, λένε ότι ο Μπαρκς είχε κατά νου τον “Πολίτη Κέιν” (1941) του Όρσον Γουέλς. Άλλοι λένε ότι απλώς παρώδησε την ταινία του Γουέλς σε μια και μόνο ιστορία, καθώς το πρότυπό του υπήρξε, μάλλον, ο επίσης Σκοτσέζος βιομήχανος μεγιστάνας Άντριου Κάρναγκι, που κι αυτός μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 13 χρονών, όπως κι ο Σκρουτζ πάνω-κάτω στην ίδια εποχή.
Ο Μπαρκς δεν ομολόγησε ποτέ τις πηγές της έμπνευσής του λέγοντας ότι: “Απλώς τον έντυσα με όλα εκείνα που θα ήθελα να είχα κάνει εγώ”.
Λίγο δύσκολο να πιστέψει κανένας ότι ο καλοκάγαθος επαρχιώτης Μπαρκς και λάτρης της φύσης έκρυβε μέσα του τόσο ακραία καπιταλιστικές επιθυμίες και να υπήρξε σε τέτοιο βαθμό ιμπεριαλιστής, όσο κατηγορούν το δημιούργημά του ότι εκφράζει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό κλπ., κλπ. (Βλ. “Ντόναλντ, ο απατεώνας” και αλλού).
Σκίτσο σπουδής από το μπλοκάκι σημειώσεων του Don Rosa,
πάνω στις εκφράσεις του Σκρουτζ που θα αποτύπωνε
στο τελικό πάνελ κάποιας ιστορίας.
Εν πάση περιπτώσει, το “πλουσιότερο παπί του κόσμου” δεν ήταν για τον Μπαρκς παρά ένας περιφερειακός χαρακτήρας, τον οποίο δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει σε περισσότερες από καμιά-δυο ιστορίες ακόμα και ύστερα να τον ανακυκλώσει. Ωστόσο, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρα που ηθελημένα ο δημιουργός του δεν επενδύει πάνω του αλλά για άγνωστους λόγους αυτός καταφέρνει να πάρει δυναμικά την κατάσταση στα χέρια του και να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή. Για τον χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο του γέρο Σκρουτζ τούτο δεν είναι παράξενο. Η στόφα του νικητή ήταν στο DNA του. Αποδείχτηκε ότι ήταν, για την εταιρεία του Ντίσνεϋ, η κότα, ή μάλλον η πάπια, που έκανε χρυσά αβγά κι όχι μόνο για τον εαυτό του. Διεύρυνε το ντισνεϊκό σύμπαν φτιάχνοντας μέσα σε αυτό ένα αυτόνομο δικό του σύμπαν μέσα στο οποίο ο Ντόναλντ -διαμετρικά αντίθετος του θείου του σε όλα- ήταν ο ισότιμος πρωταγωνιστής και ο κυριότερος μεγαλομέτοχος, αν και μονίμως μπατίρης.
Τα δείγματα ότι θα κέρδιζε το παιχνίδι της επιβίωσης ήταν εντυπωσιακά από τις πρώτες κιόλας εμφανίσεις του, αναγκάζοντας τον Μπαρκς να αναθεωρήσει τα του μέλλοντος του χαρακτήρα που δημιούργησε για μια περιστασιακή αντίστιξη στο κοινωνικο-οικονομικό status του αιωνίως αποτυχημένου Ντόναλντ. Άρχισε να μορφοποιεί τον χαρακτήρα του με περισσότερες διαστάσεις φροντίζοντας να τον κρατάει ωστόσο στον βασικό άξονα τσιγκουνιά-απληστία-κτητικότητα· και τα τρία στο άκρο άωτο. Ξέχασε τον γέρο με τα αρθριτικά της πρώτης ιστορίας και του έδωσε ζωντάνια εφήβου ώστε να τον εξελίξει σε αδίστακτο τυχοδιώκτη στον χώρο εντός κι εκτός Γης και στον χρόνο ακόμα.
Τον έκανε ανταγωνιστικό και καταχθόνιο στις εμπορικές συμφωνίες του και αγχωτικά μονομανή, ότι θα πεθάνει στην ψάθα, αν έχανε ή αν του κλέβανε έστω και μια δεκάρα -πόσο μάλλον την τυχερή πρώτη του δεκάρα- και διεκδικούσε τα πολλαπλάσια να πάρει πίσω. Η οικονομική αυτοκρατορία του εκτεινόταν και στις πέντε ηπείρους και στις επτά θάλασσες, πράγμα που πολιτικοποιημένοι μελετητές του να ανακαλύπτουν πίσω από τις λέξεις στα “συννεφάκια” των διαλόγων του τις διαθέσεις διείσδυσης παντού του μεταπολεμικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ίσως και να έχουν δίκιο, αλλά τότε είναι προφανές ότι δεν υποστήριζε ως πρακτική, αλλά τον σατίριζε. Δεν κολλάει και πολύ το αμερικανικό όνειρο που προσπαθούσε να περάσει η αμερικανική προπαγάνδα για τη σύγχρονη Γη της Επαγγελίας των ίσων ευκαιριών για όλους, με την απροκάλυπτη πλεονεξία του Σκρουτζ και τα λουτρά του σε τεράστιες πισίνες γεμάτες χαρτονομίσματα και κέρματα, ενώ από την άλλη στυγνός εκμεταλλευτής να υπόσχεται πενταροδεκάρες μεροκάματο στον Ντόναλντ για τις βαριές, ανθυγιεινές και επικίνδυνες αποστολές που του ανέθετε και που τελικά ούτε αυτές του έδινε επικαλούμενος κάποιο παλιό του ασήμαντο και ξεχασμένο χρέος.
Τον έκανε ανταγωνιστικό και καταχθόνιο στις εμπορικές συμφωνίες του και αγχωτικά μονομανή, ότι θα πεθάνει στην ψάθα, αν έχανε ή αν του κλέβανε έστω και μια δεκάρα -πόσο μάλλον την τυχερή πρώτη του δεκάρα- και διεκδικούσε τα πολλαπλάσια να πάρει πίσω. Η οικονομική αυτοκρατορία του εκτεινόταν και στις πέντε ηπείρους και στις επτά θάλασσες, πράγμα που πολιτικοποιημένοι μελετητές του να ανακαλύπτουν πίσω από τις λέξεις στα “συννεφάκια” των διαλόγων του τις διαθέσεις διείσδυσης παντού του μεταπολεμικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ίσως και να έχουν δίκιο, αλλά τότε είναι προφανές ότι δεν υποστήριζε ως πρακτική, αλλά τον σατίριζε. Δεν κολλάει και πολύ το αμερικανικό όνειρο που προσπαθούσε να περάσει η αμερικανική προπαγάνδα για τη σύγχρονη Γη της Επαγγελίας των ίσων ευκαιριών για όλους, με την απροκάλυπτη πλεονεξία του Σκρουτζ και τα λουτρά του σε τεράστιες πισίνες γεμάτες χαρτονομίσματα και κέρματα, ενώ από την άλλη στυγνός εκμεταλλευτής να υπόσχεται πενταροδεκάρες μεροκάματο στον Ντόναλντ για τις βαριές, ανθυγιεινές και επικίνδυνες αποστολές που του ανέθετε και που τελικά ούτε αυτές του έδινε επικαλούμενος κάποιο παλιό του ασήμαντο και ξεχασμένο χρέος.
Με αυτά και με αυτά, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ ήρθε σαν γκεστ σταρ σε μια ιστορία του Ντόναλντ και των τριών ανιψιών του, αποφασισμένος όμως να μείνει και να δρέψει και δάφνες και χρυσάφι. Πέτυχε και στα δυο.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στο 1952, απέκτησε και περιοδικό με το δικό του όνομα που κυκλοφορεί έως σήμερα -αυτές είναι οι δάφνες, ενώ την οικονομική του επιφάνεια την αποτίμησε το σοβαρό οικονομικό περιοδικό Forbes, οι αναλυτές του οποίου τον κατατάσσουν στην κορυφή των πλουσιοτέρων fiction χαρακτήρων με 44 δις δολάρια, αρκετά λιγότερα από τους ευρηματικούς λεκτικούς προσδιορισμούς του Μπαρκς που κάνει λόγο για περιουσία πολλοδεκάκις χιλιάδων μεγαλοτρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το τεύχος του περιοδικού Uncle Scrooge με αυτό το εξώφυλλο βρίσκεται στην κορυφή των περισσοτέρων πωλήσεων περιοδικού κόμικς στη δεκαετία του '60, με περισσότερα από 1.200.000 αντίτυπα!
Οι υπολογισμοί του Forbes δεν είναι… καρτούν. Είναι πραγματικοί και βασίζονται στις πωλήσεις περιοδικών, εμπορικής εκμετάλλευσης δικαιωμάτων χρήσης του ονόματος και του χαρακτήρα και των παραφεναλίων με πρωταγωνιστή σε πρώτο πλάνο τον Σκρουτζ. Και το παράδοξο ποιο είναι; Ότι όλη αυτή η μυθική περιουσία υπολείπεται κατά 11 ολόκληρα δισεκατομμύρια δολάρια της περιουσίας του υπαρκτού Μπιλ Γκέιτς!
Τέλος, είναι ο μοναδικός χαρακτήρας fiction που έχει σε real time χρονολογικούς σταθμούς στη ζωή του. Τους κατέγραψε ο Don Rosa -ο σημαντικότερος επίγονος του Μπαρκς- στην επική βιογραφία του ζάπλουτου παπιού “Βίος και Πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ”, η οποία βασίζεται σε σκόρπιες βιογραφικές αναφορές από τις ιστορίες του Μπαρκς.
Σύμφωνα, λοιπόν με τον Ρόσα το διάγραμμα της ζωής του είναι το εξής:
1867: Ο Σκρουτζ γεννιέται στη Γλασκόβη της Σκωτίας, πρωτότοκο παιδί του Φέργκους Μακ Ντακ και της Ντάνυ Ο’Ντρέικ. Έχει και δυο μικρότερες αδελφές: τη Ματίλντα, που είχε γεννηθεί το 1871 και την Ορτάνς, που είχε γεννηθεί το 1876
1877: Ο Σκρουτζ κερδίζει τα πρώτα του χρήματα. Σε ηλικία 10 χρονών, δουλεύοντας σαν λουστράκος, πληρώνεται από τον πρώτο του πελάτη με 10 αμερικάνικα σεντς, δηλαδή μια δεκάρα. Το νόμισμα αυτό ο μικρός Σκρουτζ θα το φυλάξει σαν γούρι και σύμβολο της επιτυχίας του σε ολόκληρη τη ζωή του. Θα προσπαθήσει να του την κλέψει πολλές φορές, ανεπιτυχώς, η μάγισσα Μάτζικα ντε Σπελ.
1880: Ο Σκρουτζ μεταναστεύει στις ΗΠΑ σε ηλικία 13 χρονών για να δουλέψει στο ποταμόπλοιο του θείου Άνγκους. Θα συναντηθεί και με μια συμμορία πιτσιρικάδων κλεφτρονιών τους Beagle (Κυνηγόσκυλα) Boys, που στα ελληνικά αποδόθηκαν αρχικά “Λύκοι” και κατόπιν με το ανεπιτυχές και αδόκιμο “Μουργόλυκοι”. Θα είναι οι κυριότεροι εχθροί του στο υπόλοιπο της ζωής του, καθώς σε πάμπολλες ιστορίες αποπειρώνται με κάθε τρόπο να του διαρρήξουν το χρηματοκιβώτιο ή να οικειοποιηθούν κάποιον θησαυρό που αναζητάει.
1882: Ο θείος του συνταξιοδοτείται κι ο Σκρουτζ ως νέος... “δεκαπενταετής πλοίαρχος” αναλαμβάνει την επιχείρηση και το κουμάντο του πλοίου που έχει το σημαδιακό όνομα “Dilly Dollar” (Τυχερό Δολάριο). Οι Beagles Boys καταστρέφουν το πλοίο για εκδίκηση κι ο Σκρουτζ αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερικανική Δύση. Πιάνει δουλειά σαν αγελαδάρης στον μεγαλοκτηνοτρόφο Μάρντο Μακ Κένζυ, που ήταν ένα από τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, τα οποία συνάντησε ο Σκρουτζ.
1883: Ψάχνει για ασήμι και χαλκό σαν μεταλλωρύχος.
1885: Επιστρέφει στην Σκοτία που τον καλεί ο πατέρας του για σοβαρή οικογενειακή υπόθεση.
1886-1889: Ψάχνει να βρει χρυσάφι στη Νότια Αφρική.
1889-1893: Ο Σκρουτζ επιστρέφει στις ΗΠΑ και ψάχνει για χρυσάφι στην Αριζόνα. Έρχεται σε επαφή με πολλά διάσημα ιστορικά πρόσωπα αλλά οι προσπάθειες να βρει χρυσάφι αποτυγχάνουν.
1893-1896: Συνεχίζει να ψάχνει για χρυσό. Αυτή τη φορά στην Αυστραλία. Οι προσπάθειές του αποτυγχάνουν και πάλι.
1896-1899: Ο πυρετός του χρυσού, που έχει απλωθεί σαν επιδημία στις ΗΠΑ, τον κάνει να επιστρέψει στην Αμερική. Οι χρυσοθήρες τον αναζητούν στο παγωμένο Κλοντάικ του Καναδά. Ανάμεσά τους και ο Σκρουτζ που βλέπει τις προσπάθειές του, επιτέλους να ευοδώνονται. Γνωρίζεται με την ιδιοκτήτρια του σαλούν, τραγουδίστρια και ευκαιριακά κλέφτρα, την Γκόλντυ (Χρυσαφένια). Μαζί της ο Σκρουτζ θα αναπτύξει μια σχέση αγάπης και μίσους, καθώς αυτή τον κυνηγά σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του τρελαμένη για να τον παντρευτεί.
1899-1902: Αποκτάει το πρώτο του εκατομμύριο στην αρχή αυτής της τριετίας και το πρώτο του δισεκατομμύριο στο τέλος της ίδιας τριετίας. Ενδιάμεσα αγοράζει στο Γιουκόν του Καναδά και την πρώτη από την αλυσίδα τραπεζών που διαθέτει στην κολοσσιαία οικονομική αυτοκρατορία του, της οποίας τα πρώτα θεμέλια μπαίνουν ακριβώς τότε.
1902: Πεθαίνει ο πατέρας του Άργκους σε ηλικία 67(!) χρονών (η μητέρα του είχε πεθάνει από το 1897) και ο Σκρουτζ επιστρέφοντας στις ΗΠΑ από την κηδεία του πατέρα του, παίρνει μαζί του και τις δυο αδελφές του, τις οποίες εγκαθιστά στο χωριό Ντάγκμπουργκ (Λιμούπολη) της φανταστικής πολιτείας Καλιόστα, όπου εγκαθίσταται και ίδιος.
1909-1930: Ο Σκρουτζ οργώνει τον κόσμο ως τα πέρατά του, επεκτείνοντας παντού την αυτοκρατορία του.
1930: Ανακηρύσσεται ως το πλουσιότερο παπί στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα έρχεται σε ρήξη με τις αδελφές του και παύει να έχει μαζί τους επαφή για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια. Ωστόσο, στην ίδια αυτή χρονιά συναντά για πρώτη φορά τον δεκάχρονο τότε ανιψιό του, Ντόναλντ και τη δίδυμη αδελφή του, την Ντέλλα, παιδιά της Ορτάνς. Ο Ντόναλντ ορίζεται άτυπα ως κύριος κληρονόμος του.
1942: Ο Σκρουτζ, καταπονημένος από το άγχος του αποφασίζει να αποσυρθεί από τις επιχειρήσεις του.
1947: Συναντάται για δεύτερη φορά με τον ανιψιό του Ντόναλντ και γνωρίζει και τα μικρανίψια του, Χιούι, Ντιούι, Λιούι, τρίδυμα της Ντέλλας, που ζούνε με τον θείο τους. Αποφασίζει να επαναδραστηριοποιηθεί, με τον Ντόναλντ δεξί του χέρι στις ανά τον κόσμο περιπέτειες που πρόκειται να μπλέξει αναζητώντας νέα πλούτη.
1955: Ο Σκρούτζ επανασυνδέει τις σχέσεις του με την αδελφή του Ματίλντα χάρη σε προσπάθειες του Ντόναλντ.
1967: Σύμφωνα με την ανεπίσημη βιογραφία του Ντον Ρόσα, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ εξεμέτρησε το ζην σε ηλικία 100 χρονών. Η χρονιά δεν είναι τυχαία. Είναι η χρονιά που ο Μπαρκς συνταξιοδοτήθηκε, ανεξάρτητα του ότι κάποιες ιστορίες του παρουσιάστηκαν και στα επόμενα χρόνια...
In memoriam: με εμφανή την οδύνη αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους, ο γερασμένος Ντόναλντ, η σεβάσμια Νταίζη και τα τρία μεσήλικα ανιψάκια, αποτείουν ύστατο χαιρετισμό στον πλήρη ημερών μεταστάντα θείο τους. Η καταληκτική ημερομηνία στον βίο του θείου Σκρουτζ, αναφέρεται από τον Ντον Ρόσα, αλλά το σκίτσο αυτό δεν μπήκε στην ιστορία.
Αυτό ήταν το εξώφυλλο του περιοδικού "Γέλιο και Χαρά", με το οποίο το ελληνικό κοινό γνώρισε τον Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Το πρωτότυπο εξώφυλλο της αμερικανικής έκδοσης (Μάιος του 1954), που δάνεισε το εξώφυλλο στην πρώτη εμφάνιση του Σκρουτζ στην Ελλάδα, που ωστόσο δεν είχε καμιά σχέση ούτε με το εξώφυλλο, ούτε με την ιστορία της πρώτης εμφάνισης του Σκρουτζ στις ΗΠΑ.
Ο Σκρουτζ έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ελληνικό περιοδικό στο τεύχος 94 του περιοδικού “Γέλιο και Χαρά”, το 1955. Επρόκειτο για μια άλλη ιστορία με πρωταγωνιστές αυτόν και τον Ντόναλντ και ελληνικό τίτλο της ιστορίας “Ασφάλεια Ζωής”. Η απουσία των ταυτοτικών στοιχείων της ιστορίας καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό της πρωτότυπης ιστορίας, δηλαδή από ποιο τεύχος προέρχεται. Χοντρικά υπολογίζεται ότι είναι ιστορία από το περιοδικό "Uncle Scrooge" που πρωτοκυκλοφόρησε το 1952 και δεν πρέπει να είναι, φυσικά, μετά από τον Δεκέμβριο του 1955, όπου είχε κυκλοφορήσει το ελληνικό τεύχος. Πάντως, το εξώφυλλο του ελληνικού τεύχους συνόδευε στην αμερικανική έκδοση το 5 τεύχος του περιοδικού "Uncle Scrooge", που είχε σαν ιστορία το “Μυστικό της Ατλαντίδας”. Αξιοσημείωτη είναι και η επισήμανση της πρώτης ονομασίας του Σκρουτζ στα ελληνικά: Σκρούτζη και Σκρούτζης! Πολύ πιο κοντά ωστόσο στο πρωτότυπο από τη γαλλική του ονομασία “Πικσού”, τη γερμανική “Ντάγκομπερτ”, ή την ιταλική “Τζίο Παπερόνε” (Θείος Πάπιαρος).
Να προστεθεί ακόμα, ότι πριν από τον Ντον Ρόσα, ένας άλλος συγγραφέας και καρτουνίστας, ο Τζακ Τσώκερ, που υπήρξε για κάποιο διάστημα και συνεργάτης του Μπαρκς, ετοίμασε και εξέδωσε την “Ανεπίσημη βιογραφία του Σκρουτζ Μακ Ντακ”, η οποία δεν έχει την έμπνευση και την ανάπλαση των ιστοριών που κάνει ο Ρόσα αλλά καταγράφει τις περιπέτειες του Σκρουτζ, όπως αυτές αναφέρονται ατόφιες στις ιστορίες του Μπαρκς.
Ενδιαφέρουσες αναφορές στην ιστορία και στον χαρακτήρα του Σκρουτζ υπάρχουν στο περιοδικό “Κόμιξ” τεύχος 127 (Ιανουάριος 1999) και στο αφιερωματικό για τα 60 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση του Σκρουτζ “Κόμιξ”, τεύχος 235 (Ιανουάριος 2008).
Και μερικές πληροφορίες για την πρώτη έντυπη εμφάνιση του Σκρουτζ.
Στο τεύχος 178 της σειράς Four Color Comics, των εκδόσεων Dell Comics, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1947, μια απελπισμένη ατάκα με οκτώ μόλις λέξεις του ενός από τα τρία ανίψια του Ντόναλντ «Αν τουλάχιστον μας θυμόταν ο πλούσιος θείος μας....» είναι η λακωνική εισαγωγή για την πρώτη είσοδο στου Σκρουτζ Μακ Ντακ στη σκηνή. Και στο αμέσως επόμενο πάνελ, τα δυο πρώτα καρέ του θείου που εκστομίζει τα πρώτα του λόγια, υπογραμμίζοντας τη μιζέρια του και την μισανθρωπία του.
Δεν πρωταγωνιστεί από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στον κόσμο του Ντόναλντ. Απλώς το σχέδιο που σκαρφίζεται για να διασκεδάσει την “βαρετή” νύχτα των Χριστουγέννων είναι η αιτία για μια ακόμα διασκεδαστική (για τους αναγνώστες, βέβαια) περιπέτεια του Ντόναλντ και των ανιψιών του.
Ήταν η 90η ιστορία που έγραψε και εικονογράφησε ο Καρλ Μπαρκς για τα κόμικς της εταιρείας Ντίσνεϋ αλλά το εξώφυλλο της 20σέλιδης ιστορίας “Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας” δεν ήταν δικό του. Για το ποιος ήταν, όμως, ο εικονογράφος του υπάρχουν ερωτηματικά.
Αναφορά στο θέμα κάνει ο Ντον Ρόσα στο 12ο κεφάλαιο του "Βίου και της Πολιτείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ", ενώ ένας άλλος επίγονος του Μπαρκς, ο Ντάνιελ Μπράνκα, έγραψε και σχεδίασε το sequel της ιστορίας “Επιστροφή στο Βουνό της Αρκούδας”.
Το πρώτο-πρώτο καρέ της εμφάνισης του Σκρουτζ από τον Μπαρκς αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για τον Ντον Ρόσα να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο της τελευταίας αμερικάνικης έκδοσης το 2009.
Στις ΗΠΑ, η ιστορία αναδημοσιεύτηκε άλλες δέκα φορές σε διάφορες εκδόσεις μεμονωμένων τευχών ή σε συλλογές, με τελευταία το 2009.
Η ιστορία έχει δημοσιευτεί σε άλλες δεκαεπτά χώρες μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα δυο φορές: στο δεύτερο τεύχος του Σούπερ Μίκυ το 1979 και στο τεύχος 127 του Κόμιξ το 1999.
Το εξώφυλλο της περιπέτειας με τίτλο "Ο Ντόναλντ στο Αρκουδοβουνό", από άλμπουμ της ιταλικής έκδοσης με one shot ιστορίες του Καρλ Μπάρκς. Είναι μια παραλλαγή εμπνευσμένη αλλά όχι επιτυχημένη, θα έλεγε κανένας, από το τελευταίο καρέ της ιστορίας του Μπαρκς.
Και μια αποκάλυψη: Η φιγούρα του Σκρουτζ δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά στην ιστορία "Χριστούγεννα στο Βουνό της Αρκούδας". Το 1943, σε ένα προπαγανδιστικό καρτούν με τίτλο "The Spirit of 1943", που ετοίμασε η εταιρία Ντίσνεϋ για την Αμερικανική κυβέρνηση με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ και θέμα την προτροπή προς στους Αμερικανούς πολίτες να πληρώνουν με συνέπεια τους φόρους τους, ώστε να μπορέσει το κράτος να ανταπεξέλθει στις πολεμικές του δαπάνες και να νικήσουν στα μέτωπα του πολέμου για το καλό της ανθρωπότητας, ένας ανώνυμος Σκοτσέζος υποδύεται το πνεύμα του νόμιμου πολίτη που προσπαθεί να αποσπάσει τον Ντόναλντ από την επιρροή του πνεύματος του παράνομου πολίτη, το οποίο πολιορκεί τον Ντόναλντ να μην πιαστεί κορόιδο και πληρώσει φόρους.
Και για του λόγου το αληθές ένα καρέ από την ταινία κινουμένων σχεδίων "Το Πνεύμα του 1943"...
ΤΕΛΟΣ
Πρωτότυπο άρθρο: "Ο αειθαλής θείος Σκρουτζ Μακ Ντακ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου