Γιώργος Μαρμαρίδης VS Νίκος Ρούτσος
Ο Γιώργος Μαρμαρίδης και ο Νίκος Ρούτσος, δυο από τους πολυγραφότερους συγγραφείς παιδικών λαϊκών αφηγημάτων στη χρυσή εποχή του είδους, έλαχε η επιλογή του εκδότη Στέλιου Ανεμοδουρά να ανταλλάξουν τα συγγραφικά πυρά τους στο πρώτο από τα δύο περιοδικά με ιστορίες γουέστερν που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος “Γενικαί Εκδοτικαί Επιχειρήσεις ΟΕ”.
Τόσο ο ένας, όσο και ο άλλος, έχοντας γράψει αφηγήματα για τα περισσότερα από τα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας, δεν είχαν πρόβλημα να δοκιμάσουν και στο είδος του γουέστερν, σταθερή αξία στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Λίγους μήνες μάλιστα νωρίτερα, οι Πότης Στρατίκης ως συγγραφέας και ο Θέμος Ανδρεόπουλος ως εικονογράφος, είχαν ρίξει στην κυκλοφορία και μάλιστα με δυναμικό ανταγωνισμό, τον “Μικρό Σερίφη”, ένα καθαρά ελληνικής κατασκευής αφήγημα, που απειλούσε την κυριαρχία στον χώρο του λαϊκού παιδικού εντύπου, του “Μικρού Ήρωα”, που ήταν η ναυαρχίδα των εκδόσεων του Ανεμοδουρά.
Μέσα από τις σελίδες του “Μικρού Ήρωα” προαναγγέλθηκε η έκδοση περιοδικού με τίτλο “Ο Μικρός Καουμπόυ” και μετά… σιγή. Ουδέποτε εκδόθηκε περιοδικό με αυτόν το τίτλο από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά.
Εκδόθηκε, όμως, περιοδικό με αυτό τον τίτλο σαν παράλληλη έκδοση του “Μικρού Σερίφη” από τους Στρατίκη-Ανδρεόπουλο κι έμελλε να γράψει κι αυτό το περιοδικό τη δική του πολύ μεγάλη ιστορία στον χώρο των λαϊκών παιδικών περιοδικών.
Παρ’ όλα αυτά ο Ανεμοδουράς ως εκδότης έχοντας αποφασίσει να ρίξει στην αγορά ένα ευθέως ανταγωνιστικό περιοδικό στον “Μικρό Σερίφη”, ετοίμασε ένα άλλο και μάλιστα στο μεγάλο σχήμα που κυκλοφορούσε ο “ανταγωνιστής”, φροντίζοντας να κατοχυρώσει αυτή τη φορά τον τίτλο του. Και το όνομα αυτού: “Λάσσο”.
Εκτός από τον ίδιο τον Στέλιο Ανεμοδουρά, που τον απορροφούσε η συγγραφή του “Μικρού Ήρωα” και το management του εκδοτικού του οίκου, τρία ήταν τα μεγάλα ονόματα εκείνη την εποχή στον συγκεκριμένο συγγραφικό χώρο. Ο ένας, ο Πότης Στρατίκης, αν και συνεργάτης του στο παρελθόν, ήταν τώρα ο ανταγωνιστής του. Οι άλλοι δυο, ο Γιώργος Μαρμαρίδης κι ο Νίκος Ρούτσος ήταν διαθέσιμοι. Δεν μπήκε στη διαδικασία να διαλέξει κάποιον από τους δυο. Τους έκλεισε και τους δυο για να γράφουν εναλλάξ τις γουέστερν ιστορίες στο “Λάσσο”. Ομολογουμένως μια πρωτοτυπία με αρκετό ρίσκο, όσο κι αν οι ιστορίες ήταν αυτοτελείς κι ο καθένας τους ανέπτυξε τους δικούς του ήρωες. Απέναντι στον Θέμο Ανδρεόπουλο, που μέσα από τον “Μικρό Σερίφη” έδωσε μερικά από τα ωραιότερα εξώφυλλα στην παγκόσμια ανθολογία εικονογράφησης παιδικού περιοδικού, ο Ανεμοδουράς αντιπαράταξε τον μόνιμο εικονογράφο των εκδόσεών του: τον Βύρωνα Απτόσογλου, ομολογουμένως όχι στα καλύτερά του και με εμφανείς επιρροές από το ιταλικό γουέστερν κόμικ εκείνης της εποχής.
Ο “Μικρός Σερίφης” κέρδιζε στα σημεία που έχουν να κάνουν με τον κράχτη που λέγεται εξώφυλλο. Να επισημανθεί πως κυριαρχούσε δε, κατά κράτος στην εσωτερική εικονογράφηση. Δεν ήταν κακή, ωστόσο αυτή του "Λάσσου". Οι περισσότερες εικόνες, όμως, ήταν μικρές -για να μπουν περισσότερες- και δεν ήταν του Byron. Είναι άγνωστος ο εικονογράφος τους και μάλλον οι εικόνες επιλέγονταν από κάποιο ξένο κόμικ πριν γραφεί η ιστορία και πάνω σε αυτές χτιζόταν το κείμενο. Αυτό φαίνεται από το ότι οι βασικοί ήρωες δεν μοιάζουν από εικόνα σε εικόνα, ενώ υπάρχει και κάποιο “μπούκωμα” στο μαύρο χρώμα που δείχνει μια πρόχειρη επεξεργασία από άλλο πρωτότυπο.
Το βασικό, όμως, λάθος ήταν στην επιλογή αυτοτελών ιστοριών με διαφορετικούς ήρωες. Ο αναγνώστης δεν προλάβαινε να εξοικειωθεί μαζί τους, να δεθεί και να τους αγαπήσει. Αν και σ' αυτό το σημείο θα πρέπει να προστεθεί ότι ο μεν Ρούτσος από τις οκτώ ιστορίες που έγραψε στις τρεις ο ήρωας είναι ο ίδιος (Μπιλ Μπόυ), ενώ ο Μαρμαρίδης από τις οκτώ δικές του έχει στις πέντε ως ήρωα τον Μικρό Ρέιντζερ, που ίσως ο βασικός του μύθος να έχει ιταλική προέλευση (Καπιτάν Μίκι, της τριάδας EsseGesse).
Λάθος θα πρέπει να ήταν και η επιλογή της εναλλάξ συγγραφής από δύο συγγραφείς. Μοιραία επερχόταν σύγκριση μεταξύ τους μέσα στο ίδιο περιοδικό, αν και οι μικροί του αναγνώστες δεν στέκονταν σε τέτοιες λεπτομέρειες, όταν η δράση και η πλοκή τους ικανοποιούσε. Όσο για αυτό, κι ο ένας κι ο άλλος ήταν άφθαστοι. Ο καθένας με το στυλ του.
Γνώριμο το στιλ του καθενός και διακριτό. Ο Μαρμαρίδης έχοντας θητεύσει στο επιτελείο της “Μάσκας” του Μαγγανάρη γράφοντας (κι όχι μεταφράζοντας) εκτός των άλλων και τις περιπέτειες του Λέμμυ Κώσιον, είχε ένα στυλ πιο κοφτό, περιγραφικό χωρίς πολλά κοσμητικά επίθετα και υπερθετικούς. Η δομή του κειμένου του ήταν επηρεασμένη από την τεχνική του αμερικανικού αστυνομικού pulp, ενώ ο ίδιος είχε πει στον υπογράφοντα ότι ανέπτυξε την τεχνική σε αυτό το είδος κοντά στον Στέλιο Ανεμοδουρά. Σε γενικές γραμμές ήταν ο συγγραφέας που, περισσότερο από κάθε άλλον εκείνης της εποχής στον χώρο της λαϊκής λογοτεχνίας, μπορούσε να κινηθεί άνετα σε όλα τα περιβάλλοντα δίνοντας στον αναγνώστη του την ατμοσφαιρική αίσθηση του χώρου και του χρόνου όπου δρούσαν οι ήρωες του. Το ίδιο και στο είδος του γουέστερν. Κι εδώ είναι ένα στοιχείο που γεννάει μια υπόθεση, για την οποία ωστόσο ο υπογράφων αυτό το κομμάτι δεν έχει αποδείξεις. Το περιοδικό “Μικρός Καουμπόυ” που ετοίμαζε ο Ανεμοδουράς, ίσως να είχε ως ήρωα τον “Μικρό Ρέιντζερ” του Μαρμαρίδη. Δεν είναι μόνο ο κοινός προσδιορισμός “μικρός” που οδηγεί σε αυτή την υπόθεση. Είναι και τα πέντε τεύχη του “Λάσσου” στα οποία ήταν ο ήρωας, από τα οποία το πρώτο από αυτά είναι σχεδόν το μισό τεύχος αφιερωμένο στο προηγούμενα βιογραφικά του και στο ξεκίνημα της καριέρας του. Τεχνική που ακολουθείται συνήθως για ήρωες με προοπτική μακροχρόνιας δράσης κι όχι για ένα ή δύο τεύχη αυτοτελών περιπετειών.
Και μία σύμπτωση, αν θέλετε: Ο Μαρμαρίδης έγραψε τελικά ανάγνωσμα με τίτλο “Μικρός Καουμπόυ”! Υπήρξε, για περισσότερα από 200 τεύχη ο συγγραφέας του γνωστού και μακρόβιου αναγνώσματος, όταν από αδελφό περιοδικό του “Μικρού Σερίφη”, που ήταν από γεννησιμιού του, έγινε ανταγωνιστικό του.
Εν πάση περιπτώσει, το “Λάσσο” υπήρξε κατά κάποιο τρόπο η προπόνηση του αθλητή Μαρμαρίδη (ήταν πρωταθλητής Ελλάδος στο ταχυβόλο περίστροφο, πράγμα που τον έκανε φυσικά να γνωρίζει και από… εξάσφαιρα) για τη μακρά θητεία του στον “Μικρό Καουμπόυ”.
Από την άλλη μεριά, ο Ρούτσος είχε αναπτύξει ένα δικό του ιδιότυπο ύφος, που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους του χώρου. Άλλωστε, ίσως και να είναι ο μοναδικός αυτής της γενιάς που έχτισαν την χρυσή εποχή του παιδικού λαϊκού αναγνώσματος, ο οποίος δεν θήτευσε καθόλου στη σχολή της Μάσκας. Είχε θητεύσει όμως στα προπολεμικά λαϊκά έντυπα που αρέσκονταν σε πιο περίπλοκες εκφορές λόγου με πολλά κοσμητικά και υπερθετικούς, που συνήθως εμφανίζονται ως στερεότυπα “κλισέ” στα κείμενά του.
Με ειδίκευση στα αναγνώσματα ζούγκλας, όπου το “Γκαούρ-Ταρζάν” υπήρξε η μεγάλη του επιτυχία και στο αστυνομικό αφήγημα, το “Τζων Γκρηκ” -που αποτελεί σήμερα την αναφορά στο ελληνικό λαϊκό αστυνομικό ανάγνωσμα, χωρίς ωστόσο να είναι τόσο pulp όσο θα έπρεπε κι ενώ στον χώρο υπάρχουν αναγνώσματα από άλλους συγγραφείς (Μαρκάκης, Μαράκης, Σαμαράς, Κορίνης κλπ) πολύ πιο χαρακτηριστικά του είδους.
Στην απόπειρα γουέστερν με το “Λάσσο” δεν φαίνεται να τα κατάφερε. Γι' αυτό δεν ξαναδοκίμασε καουμπόικο ανάγνωσμα. Το είχε ομολογήσει ο ίδιος στον υπογράφοντα: κάνοντας τη σύγκριση των κειμένων του με αυτά του Μαρμαρίδη στο περιοδικό. Πίστευε ότι ο “μικρός” (ο Μαρμαρίδης ήταν κατά 26 χρόνια μικρότερος του Ρούτσου) έγραφε πιο ατμοσφαιρικά γουέστερν από αυτόν. Πιο γουέστερν, ναι. Πιο ατμοσφαιρικά, δεν θα το λέγαμε. Ο Μαρμαρίδης έβλεπε καουμπόικες ταινίες στον κινηματογράφο. Ο Ρούτσος, φαίνεται πως όχι. Αλλά, έχοντας μιαν απέραντη φαντασία ήταν μάστορας στο να σκαρώνει ιστορίες με πλοκή από το τίποτα. Χρησιμοποίησε όσο κανένας άλλος σε όλα του σχεδόν τα αφηγήματα την κινηματογραφική τεχνική της εκκρεμότητας ξεκινώντας συνήθως με μια δυνατή σκηνή κι αμέσως μετά πήγαινε την ιστορία σε φλας-μπακ με την φράση σχεδόν κλισέ: “ας πάμε λίγο πίσω στην ιστορία...” Από την άλλη μεριά χρησιμοποιεί πολύ τον διάλογο, όπου διακρίνεται η δομή και οι ευφυολογίες της κλασικής επιθεώρησης (σημειωτέον ότι είχε γράψει και επιθεωρησιακά νούμερα, καθώς και πάμπολλους διαλόγους Καραγκιόζη).
Ένα άλλο στοιχείο που διακρίνει το γράψιμο του Ρούτσου από τον κύκλο των συγγραφέων του είδους και εκείνης της εποχής ειδικά, είναι το ερωτικό στοιχείο. Είναι διάχυτος ο ερωτισμός και καθόλου υπολανθάνων, τολμηρός θα λέγαμε για ένα παιδικό έντυπο στις δεκαετίας του '50 και του '60. Ερωτικό πάθος και ερωτικές αντιζηλείες είναι συνιστώντες άξονες στη δράση και στην πλοκή των αναγνωσμάτων του. Δεν ξέφυγε από τον κανόνα του στο “Λάσσο”. Πότε είναι αντικείμενο αντρικού πόθου μια νεαρή γυναίκα (“Καλημέρα Θάνατε”, τ.9), πότε ο ήρωάς του ως ο Δον Κιχώτης που αναζητά τη Δουλτσινέα του, ψάχνει να βρει την ανύπαρκτη μα “πανώρια” Σανγκριλά του (Μπιλ Μπόυ), και πότε μια δυναμική θηλυκή πιστολέρο, μεταμφιεσμένη σε άντρα ερωτεύεται τον… εχθρό της.
Επί πλέον, έχοντας χαρακτηριστική άνεση στη στιχοπλοκή, δεν παρέλειπε να έχει σε κάθε του ανάγνωσμα τον αστείο της παρέας να σκαρώνει όλο και κάποιο χιουμοριστικό τετράστιχο (όχι, όμως πως έλειπε το στιχουργικό χάρισμα και από τον Μαρμαρίδη, που σε αντίστοιχο θεματολογικό επίπεδο το ξεδίπλωσε στις κωμικές μπαλάντες του Πεπίτο, στον "Μικρού Καουμπόυ").
Να προστεθεί, επίσης, κάτι που αφορά και στους δυο. Πρόκειται για δυο συγγραφείς που διακρίθηκαν και στο πεδίο της ευθυμογραφίας. Περιγραφικό και στα όρια του σουρεαλιστικού χιούμορ ο Μαρμαρίδης στους εξωφρενικά αστείους ήρωές του, στα διαλογικά ευφυολογήματα ειρωνείας των “σοβαρών” ηρώων του και σε κάθε φράση των αστείων χαρακτήρων του ο Ρούτσος, δεν χάνουν την ευκαιρία να διανθίσουν με διάσπαρτες πινελιές εύθυμου τόνου και τα κείμενά τους στο “Λάσσο” μέσα από χιουμοριστικές περιγραφές και ατάκες διαλόγων.
Όπως και να έχει, οι δρόμοι του Ρούτσου και του Μαρμαρίδη διασταυρώθηκαν στο “Ελ Λάσσο”. Όπλισαν τα… οκτάσφαιρά τους, σημάδεψαν τον κοινό τους στόχο απέναντι κι έριξαν εναλλάξ από οκτώ σφαίρες, συγνώμη από οκτώ τεύχη, ο καθένας.
Η μονομαχία τους άρχισε την Πέμπτη 4 Απριλίου του 1963 και ολοκληρώθηκε ύστερα από τριάμισι μήνες ακριβώς· στις 18 Ιουλίου 1963 με τον Ρούτσο να αρχινάει τη μονομαχία ρίχνοντας πρώτος και τον Μαρμαρίδη να την κλείνει ύστερα από 16 βδομάδες.
Στο μεταξύ, δυο βδομάδες νωρίτερα, είχε αρχίσει να εκδίδεται ως καλοκαιριάτικη διάδοχος κατάσταση ένα άλλο περιοδικό ιδίων προδιαγραφών εμφάνισης, αλλά διαμετρικά διαφορετικού περιεχομένου, ωστόσο. Επρόκειτο για ένα ανάγνωσμα ενός εξ ίσου δημοφιλούς είδους: της περιπέτειας ζούγκλας. Τίτλος του: “Ζούγκλα (οι αληθινές περιπέτειες του) Ταρζάν”. Συγγραφέας του; Ποιος άλλος; Ο Νίκος Ρούτσος, που αυτή τη φορά θα έπαιζε στο δικό του γήπεδο...
Το κείμενο είναι του συγγραφέα Γιώργου Βλάχου και προέρχεται από το blog http://dinothesaurus.blogspot.gr
Δύο τεύχη του "Λάσσο", ένα από κάθε συγγραφέα έχουν αναρτηθεί στο blog “Παραλογοτεχνίας Ανάγνωσμα-Π.ΑΝ.” http://paralogotechniasanagnosma.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου