Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Λογοτεχνικές Προτάσεις 687: Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς (Μυθιστόρημα)


Βασισμένο στην αληθινή ιστορία
της κρατούμενης Ντίτα Κράους

Η ιστορία της μικρότερης και πιο επικίνδυνης βιβλιοθήκης στον κόσμο, ειπωμένη από μια κρατούμενη του Άουσβιτς που κατόρθωσε να επιβιώσει

Ιανουάριος του 1944. Η έφηβη Ντίτα Κράους με τους γονείς της μεταφέρεται από το γκέτο των Εβραίων της Τερεζίν στην Πράγα, στο στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μόνο η Ντίτα Κράους και μια χούφτα ακόμα κρατούμενοι επέζησαν, έπειτα από παραμονή ενός έτους, πριν από την απελευθέρωσή τους από τους Συμμάχους την Άνοιξη του ’45. Παρατηρεί τα πάντα, θυμάται τα πάντα και αφηγείται τα πάντα στον Αντόνιο Ιτούρμπε: Τον φόβο, τους συντρόφους που βρίσκαν νεκρούς το πρωί από την πείνα και το κρύο, την καταναγκαστική εργασία κάτω από τα γρονθοκοπήματα των «Κάπος», τις περιοδικές «επιλογές» που ξεχώριζαν τους υγιείς από τους αρρώστους που οδηγούνταν στα κρεματόρια.
Μα πάνω απ’ όλα, θυμάται τον Φρέντι Χιρς, τον αρχηγό του παιδικού μπλοκ 31. Στη μαύρη λάσπη του Άουσβιτς που καταπίνει τα πάντα, ο Φρέντι Χιρς έκτισε μυστικά ένα σχολείο. Οι Ναζί δεν το ξέρουν. Όπως δεν γνωρίζουν και την ύπαρξη της μικρότερης, κρυμμένης και παράνομης δημόσιας βιβλιοθήκης που υπήρξε ποτέ. Περιλαμβάνει έξι «ομιλούντα» βιβλία και οχτώ τυπωμένα. Τα τελευταία, η νεαρή Ντίτα τα κρύβει κάτω από το φόρεμά της με κίνδυνο της ζωής της.

Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου:

«Δεν είναι εύκολο για την Ντίτα. Η απουσία του πατέρα της τη βαραίνει αφόρητα. Κυκλοφορεί στο στρατόπεδο σαν να έχει μια σιδερένια μπάλα δεμένη στον αστράγαλο. Πώς μπορεί κάτι που δεν υπάρχει πια να είναι τόσο ασήκωτο; Πώς μπορεί να έχει βάρος το κενό;
Ε, λοιπόν, μπορεί.
Εκείνο το πρωί σχεδόν δεν μπορούσε να κατέβει από την κουκέτα της. Το έκανε τόσο αργά, που έβγαλε εκτός εαυτού τη διπλανή της, η οποία άρχισε να βρίζει με τα πιο χυδαία λόγια που είχε ακούσει ποτέ η Ντίτα. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα τρόμαζε από την οργή της γυναίκας, αλλά τώρα δεν είχε ούτε την ενέργεια να τρομάξει. Γύρισε το κεφάλι της και της έριξε ένα βλέμμα τέτοιας αδιαφορίας, που παραδόξως εκείνη σταμάτησε να βρίζει και δεν έβγαλε λέξη μέχρι να ολοκληρώσει η Ντίτα την αργή της κατάβαση.
Μετά την απογευματινή καταμέτρηση, τα παιδιά του μπλοκ 31 έσπευσαν θορυβωδώς είτε να παίξουν είτε να επιστρέψουν στους γονείς τους. Η Ντίτα, εντελώς μουδιασμένη, αρχίζει να μαζεύει αργά τα βιβλία και σέρνεται ως το δωμάτιο του διευθυντή, για να τα κρύψει. Ο Φρέντι ψαχουλεύει κάτι μισοάδεια κουτιά, όπου όλο και κάτι ίσως να έβρισκε για να ζωντανέψει τη γιορτή του Σαμπάτ στον θάλαμο.
«Έχω κάτι για σένα, για να επισκευάσεις τα βιβλία», λέει ο Χιρς.
Κρατά ένα χαριτωμένο μπλε ψαλίδι, από αυτά που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδάκια στο σχολείο. Δεν θα πρέπει να ήταν εύκολο να αποκτήσει ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο. Ο διευθυντής φεύγει αμέσως, πριν προλάβει εκείνη να τον ευχαριστήσει.
Η Ντίτα αποφασίζει να αξιοποιήσει το ψαλίδι για να κόψει μερικές κλωστές που κρέμονται από το παλιό τσέχικο βιβλίο. Προτιμά να μείνει και να κάνει οποιαδήποτε δουλειά στο μπλοκ 31. Ξέρει ότι η κυρία Τουρνόβσκα και μερικές γνωστές από την Τερεζίν κρατούν συντροφιά στη μητέρα της· και δεν έχει όρεξη να δει κανέναν. Ταξινομεί όλα τα βιβλία στην κρυψώνα τους, εκτός από το ρημαγμένο μυθιστόρημα. Από την κρυψώνα βγάζει και ένα μικρό βελούδινο σακουλάκι. Κλείνει με ένα κορδόνι και στεγάζει το κουτί πρώτων βοηθειών για τα βιβλία της. Το σακουλάκι περιείχε κάποτε τέσσερα κουφέτα. Ήταν το βραβείο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού παιχνιδιού λεξομαχίας. Η Ντίτα περιστασιακά φέρνει στη μύτη της το βελούδινο ύφασμα και εισπνέει την υπέροχη μυρωδιά εκείνων των κουφέτων.
Πηγαίνει στη γωνία με τις σανίδες, όπου κάθεται συνήθως, και αφοσιώνεται με ζήλο στη δουλειά. Αρχικά κόβει με το ψαλίδι όλες τις κλωστές που κρέμονται. Μετά, σαν να ράβει κάποια ανοιχτή πληγή, χρησιμοποιεί μια υποτυπώδη βελόνα και κλωστή για να ξαναδέσει μερικές σελίδες που ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι όμορφο, αλλά οι σελίδες τώρα δεν πρόκειται να βγουν. Βάζει και μερικά κομμάτια λευκοπλάστη όπου υπάρχουν σκισίματα, και το βιβλίο σταματά να δείχνει σαν να είναι έτοιμο να διαλυθεί.
Θέλει να δραπετεύσει από την επαίσχυντη πραγματικότητα αυτού του στρατοπέδου που σκότωσε τον πατέρα της. Και ξέρει ότι ένα βιβλίο είναι σαν μια μπουκαπόρτα που σε οδηγεί σε ένα μυστικό δωμάτιο: μπορείς να την ανοίξεις και να μπεις μέσα. Και ο κόσμος σου είναι διαφορετικός.
Προς στιγμήν διστάζει· αναρωτιέται αν θα έπρεπε ή όχι να διαβάσει το βιβλίο με τις σελίδες που λείπουν και που, σύμφωνα με τον Χιρς, είναι ακατάλληλο για δεσποινίδες και φέρει τον τίτλο "Ο καλός στρατιώτης Σβέικ". Αλλά ο ενδοιασμός της διαρκεί λιγότερο κι από τη μεσημεριανή σούπα της.
Στο κάτω κάτω, ποιος είπε ότι θέλει να είναι μια νεαρή δεσποινίς;
Θα προτιμούσε να είναι ερευνήτρια που μελετά μικρόβια ή πιλότος, αντί να είναι ένα σεμνότυφο πλάσμα με δαντελωτά φορέματα και καλτσόν με λευκούς φιόγκους.
Το βιβλίο διαδραματίζεται στην Πράγα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και ο συγγραφέας του, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, περιγράφει τον πρωταγωνιστή του ως έναν παχουλό πολυλογά που, αφού γλίτωσε ήδη μία φορά τη στράτευση –κρίθηκε ακατάλληλος «λόγω ηλιθιότητας»–, τελικά καλείται πάλι να υπηρετήσει. Φτάνει στο κέντρο στρατολογίας σε αναπηρικό καροτσάκι, γιατί υποτίθεται πως πάσχει από ρευματισμούς στα γόνατα. Είναι ένας κατεργάρης που θέλει να τρώει και να πίνει ό,τι βρίσκει μπροστά του και να δουλεύει όσο το δυνατόν λιγότερο. Το όνομά του είναι Σβέικ και βγάζει μεροκάματο πιάνοντας αδέσποτα σκυλιά και πουλώντας τα σαν καθαρόαιμα ράτσας. Μιλά πολύ ευγενικά σε όλους, ενώ οι κινήσεις του και το φιλικό του βλέμμα είναι πάντα καλοσυνάτα. Κάθε φορά που κάποιος τον ρωτάει κάτι, συνήθως λέει μια ιστορία ή ένα αστείο για να συνοδέψει την απάντησή του, αν και τις περισσότερες φορές δεν έχουν κάποια σχέση με το εν λόγω θέμα και κανείς δεν ζήτησε να τα ακούσει. Και όλοι προβληματίζονται από το γεγονός ότι, κάθε φορά που κάποιος του επιτίθεται ή του φωνάζει ή τον προσβάλλει, αυτός δεν αντιδρά, αλλά συμφωνεί μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο τούς πείθει ότι είναι απολύτως ηλίθιος και τον αφήνουν ήσυχο.
«Είσαι ζωντόβολο!»
«Μάλιστα, κύριε, έχετε απόλυτο δίκιο», απαντάει ο Σβέικ με τον πιο ταπεινό του τόνο.
Η Ντίτα νοσταλγεί τον γιατρό Μάνσον, ο οποίος την ταξίδεψε στις πόλεις των ανθρακωρύχων στην Ουαλία, ή ακόμα και τον Χανς Κάστορπ, που τεντωνόταν ήρεμος στη σεζλόνγκ του αγναντεύοντας τις Άλπεις. Αυτό το βιβλίο επιμένει να τη δέσει με τη Βοημία και τον πόλεμο. Τα μάτια της ξεφυλλίζουν τις σελίδες και δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς προσπαθεί να της πει ο συγγραφέας. Ένας έξαλλος αξιωματικός επιπλήττει τον πρωταγωνιστή, αυτόν τον παχουλό και χαζούλη φτωχοδιάβολο με τα ταλαιπωρημένα ρούχα. Δεν της αρέσει αυτό που διαβάζει: η κατάσταση είναι σχεδόν παρακμιακή. Της αρέσουν τα βιβλία που υμνούν τη ζωή, όχι που τη μικραίνουν.
Αλλά υπάρχει κάτι οικείο σε αυτόν τον χαρακτήρα. Και, σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος που βιώνει γύρω της είναι πολύ χειρότερος, οπότε προτιμά να μείνει καθισμένη στο σκαμνάκι της, συγκεντρωμένη στο διάβασμά της, ελπίζοντας πως οι καθηγητές που κάθονται γύρω της και συζητούν δεν θα της δώσουν πολλή σημασία.
Λίγο πιο κάτω στο βιβλίο συναντά τον Σβέικ ντυμένο παράταιρα με τη στρατιωτική στολή της Άυστροουγγρικής Άυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι οι Τσέχοι, τουλάχιστον αυτοί της εργατικής τάξης, δεν ήταν διόλου χαρούμενοι που βρίσκονταν υπό τις διαταγές των άτεγκτων Γερμανών στον Μεγάλο Πόλεμο.
Και πόσο δίκιο είχαν, σκέφτεται η Ντίτα.
Είναι υπασπιστής του υπολοχαγού Λούκας, που του φωνάζει, τον αποκαλεί ζώο και του δίνει σφαλιάρες κάθε φορά που ο Σβέικ τον κάνει έξω φρενών. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σβέικ έχει ένα ταλέντο στο να κάνει τα πράγματα πολύπλοκα· τοποθετεί σε τυχαία σημεία τα έγγραφα που του είχαν εμπιστευτεί· κάνει το ακριβώς αντίθετο από την εντολή που του έδωσαν, με αποτέλεσμα να γελοιοποιεί τον αξιωματικό. Κι όλα αυτά παρόλο που πάντα δείχνει να ενεργεί με τις καλύτερες των προθέσεων, απλώς με μηδαμινή πνευματική ικανότητα. Σε αυτό το σημείο του βιβλίου, η Ντίτα ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει αν ο Σβέικ κάνει τον ηλίθιο ή αν είναι όντως ένας ανόητος.
Έχει πολύ μεγάλη δυσκολία να καταλάβει τι προσπαθεί να πει ο συγγραφέας. Ο εξωφρενικός στρατιώτης απαντά στις ερωτήσεις και στις διαταγές του ανωτέρου του με έναν τόσο επώδυνα αναλυτικό τρόπο, που οι απαντήσεις του δεν έχουν τέλος. Διακλαδίζονται συνέχεια σε μικρές ιστορίες συγγενών και γειτόνων που ο στρατιώτης εισάγει με απόλυτη σοβαρότητα στην απάντησή του με τον πιο παράλογο τρόπο: «Συνάντησα κάποιον Πάλιβετς, που είχε μια ταβέρνα στο Λίμπεν. Κάποια στιγμή μέθυσε με τζιν ένας τηλεγραφητής και, αντί να παραδώσει στους συγγενείς ενός φτωχού ανθρώπου που είχε πεθάνει τα μηνύματα συλλυπητηρίων, τους παρέδωσε τον τιμοκατάλογο του μπαρ. Προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο. Κυρίως επειδή μέχρι τότε κανείς δεν είχε διαβάσει τον τιμοκατάλογο και, όπως αποδείχθηκε, ο γερο-Πάλιβετς χρέωνε το κατιτίς παραπάνω για κάθε ποτό· αν και αργότερα εξήγησε ότι τα επιπλέον χρήματα ήταν για φιλανθρωπικό σκοπό…».
Οι ιστορίες που χρησιμοποιεί για να διανθίσει τις εξηγήσεις του γίνονται τόσο μακροσκελείς και σουρεαλιστικές, που ο λοχαγός καταλήγει να του φωνάξει να εξαφανιστεί: «Χάσου από μπροστά μου, κουφιοκέφαλε!».
Και η Ντίτα εκπλήσσεται που πιάνει τον εαυτό της να γελάει στη σκέψη της έκφρασης του υπολοχαγού. Αμέσως μαλώνει τον εαυτό της. Πώς μπορεί ένας τόσο ηλίθιος χαρακτήρας να την κάνει να γελά; Μέχρι που αναρωτιέται προς στιγμήν αν έχει το δικαίωμα να γελά μετά από αυτό που έγινε· και με όσα ακόμη γίνονται.
Πώς μπορείς να γελάς όταν οι άνθρωποι που αγαπάς πεθαίνουν;»

Το βιβλίο τιμήθηκε με το βραβείο TROA και μεταφράστηκε σε 22 γλώσσες

«Ένα μυθιστόρημα που παρότι δεν χρυσώνει το χάπι για τις αδιανόητες θηριωδίες των στρατοπέδων θανάτου, αποτελεί ύμνο για τη ζωή.»
–Kirkus Reviews

«Ένα αξέχαστο, σπαρακτικό μυθιστόρημα.»
–Publishers Weekly

Ο Αντόνιο Ιτούρμπε γεννήθηκε στη Σαραγόσα και μεγάλωσε στη Βαρκελώνη. Σπούδασε δημοσιογραφία και εργάζεται ως πολιτιστικός συντάκτης και βιβλιοκριτικός. Είναι από το 1996 διευθυντής του περιοδικού Que Leer.

Συγγραφέας: Antonio G. Iturbe
Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου
Σελίδες: 528
ISBN: 978-960-645-043-3
Διαστάσεις: 14 x 20,5 εκ.
Χρώμα: Μονόχρωμο
Εξώφυλλο: Μαλακό
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 13/03/2020
Αρχική τιμή: 17,70€
Εκδότης: Κλειδάριθμος

🔎3839

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...