Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Λογοτεχνικές Προτάσεις 487: Το τραγούδι του χιλμπίλη


Αναμνήσεις μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας σε κρίση

«Ήμουν ένα απ' αυτά τα παιδιά με το δυσοίωνο μέλλον. Παραλίγο να παρατήσω το λύκειο. Παραλίγο να παραδοδώ κι εγώ σ’ εκείνη τη βαθιά οργή και πίκρα που έχει καταλάβει τους πάντες γύρω μου. Σήμερα οι άνθρωποι με βλέπουν, με την ωραία μου δουλειά και τα λαμπερά μου πτυχία, και φαντάζονται πως είμαι κάποιου είδους ιδιοφυία —ότι μονάχα ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος θα μπορούσε να φτάσει εδώ που έφτασα εγώ. Με κάθε σεβασμό προς τους ανθρώπους αυτούς, πιστεύω ότι η θεωρία αυτή είναι μια βλακεία και μισή. Όποια ταλέντα και να έχω, βρέθηκα ένα μόλις βήμα πριν απ' το γκρεμό, έως ότου μερικοί άνθρωποι μ’ έσωσαν χάρη στην αγάπη τους».

Αφοπλιστικά ειλικρινές, σχεδόν ξεγυμνωτικό, το "Τραγούδι του χιλμπίλη" είναι ένα αφήγημα αμείλικτα σκληρό και ταυτόχρονα μια ωδή στην πίστη και την αγάπη. Δεν είναι απλώς η δραματική προσωπική ιστορία ενός παιδιού που γίνεται άντρας. Δεν είναι απλώς το χρονικό μιας διαλυμένης οικογένειας. Είναι κι η αδυσώπητη ψυχογραφία μιας παραγνωρισμένης κοινωνικής τάξης που, με διαφορετική μορφή, μπορούμε να την εντοπίσουμε σχεδόν σε κάθε χώρα. Στην Αμερική τους λένε χιλμπίληδες, λευκά σκουπίδια. Αλλού τους λένε αλλιώς. Το σίγουρο είναι πως η τάξη αυτή έχει επανέλθει βροντερά στο προσκήνιο προκαλώντας ξάφνιασμα, ακατανοησία και τρόμο.

Το "Τραγούδι του χιλμπίλη" μιλά για το θυμό, την παραίτηση, την αυτοεγκατάλειψη. Μιλά για πάθη παράφορα που καταστρέφουν ζωές. Μιλά για το πόσο βαθιά μας σημαδεύουν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας —η οικογένεια, ο περίγυρος, η εποχή. Μιλά όμως και για ανθρώπους που, κόντρα στα προγνωστικά, κατάφεραν να μείνουν όρθιοι και βρήκαν το κουράγιο να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους...

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ονομάζομαι Τζέιντι Βανς. Νομίζω πως πρέπει να ξεκινήσω με μια εξομολόγηση: η ύπαρξη του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας μου φαίνεται παράλογη. Γράφει στον υπότιτλο ότι πρόκειται για «αναμνήσεις». Όμως είμαι 31 χρονών και πρώτος απ’ όλους θα παραδεχτώ ότι δεν έχω πετύχει τίποτα σπουδαίο στη ζωή μου, σίγουρα τίποτα που να δικαιολογεί να ξοδέψει λεφτά ένας άγνωστος για να διαβάσει γι’ αυτή τη ζωή. Το πιο εντυπωσιακό πράγμα που έχω καταφέρει, στα χαρτιά τουλάχιστον, είναι ότι αποφοίτησα απ’ τη νομική σχολή του Γέιλ, πράγμα που όταν ήμουν 13 χρονών θα μου φαινόταν εντελώς παλαβό σαν ενδεχόμενο. Όμως, περίπου 200 άνθρωποι κάνουν το ίδιο πράγμα κάθε χρόνο και, πιστέψτε με, δε θα θέλατε να διαβάσετε βιβλία για τη ζωή των περισσότερων απ’ αυτούς. Δεν είμαι γερουσιαστής, δεν είμαι κυβερνήτης, δεν έχω διατελέσει υπουργός. Δεν έχω συστήσει καμιά εταιρεία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων ούτε και κάποια μη κυβερνητική οργάνωση που ν’ αλλάζει τον κόσμο. Έχω μια καλή δουλειά, ένα ευτυχισμένο γάμο, ένα άνετο σπίτι και δυο ζωηρά σκυλιά.
Επομένως, ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο δεν είναι για ν’ αφηγηθώ κάποιο σπουδαίο μου κατόρθωμα. Έγραψα αυτό το βιβλίο επειδή κατάφερα κάτι πολύ τετριμμένο, κάτι που όμως δεν καταφέρνουν τα περισσότερα απ’ τα παιδιά που μεγαλώνουν όπως μεγάλωσα εγώ. Βλέπετε, μεγάλωσα φτωχός, στη Ζώνη της Σκουριάς, σε μια πόλη του Οχάιο όπου είχε την έδρα της μια μεγάλη χαλυβουργία. Εδώ και πάρα πολύ καιρό η πόλη αυτή χάνει θέσεις απασχόλησης, αλλά πάνω απ’ όλα χάνει την ελπίδα της ότι τα πράγματα μπορεί να φτιάξουν. Έχω, για να το θέσω ήπια, μια περίπλοκη σχέση με τους γονείς μου, ένας εκ των οποίων παλεύει με τις εξαρτήσεις σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Με μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά μου, απ’ τους οποίους κανένας δεν τέλειωσε το λύκειο. Ελάχιστοι από την ευρύτερη οικογένειά μου πήγαν πανεπιστήμιο. Οι στατιστικές λένε πως τα παιδιά σαν εμένα τα περιμένει ένα πολύ δυσοίωνο μέλλον ―αν είναι τυχερά, ίσως να καταφέρουν να μην εγκλωβιστούν για πάντα στα επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας· αν είναι άτυχα, θα πεθάνουν από υπερβολική δόση ηρωίνης, όπως συνέβη πέρυσι σε δεκάδες παιδιά απ’ τη μικρή μου πόλη.
Ήμουν ένα απ’ αυτά τα παιδιά με το δυσοίωνο μέλλον. Παραλίγο να παρατήσω το λύκειο. Παραλίγο να παραδοθώ κι εγώ σ’ εκείνη τη βαθιά οργή και πίκρα που έχει καταλάβει τους πάντες γύρω μου. Σήμερα οι άνθρωποι με βλέπουν, με την ωραία μου δουλειά και τα λαμπερά μου πτυχία, και φαντάζονται πως είμαι κάποιου είδους ιδιοφυΐα ―ότι μονάχα ένας εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος θα μπορούσε να φτάσει εδώ που έφτασα εγώ. Με κάθε σεβασμό προς τους ανθρώπους αυτούς, πιστεύω ότι η θεωρία αυτή είναι μια βλακεία και μισή. Όποια ταλέντα και να έχω, βρέθηκα ένα μόλις βήμα πριν απ’ τον γκρεμό, έως ότου μερικοί άνθρωποι μ’ έσωσαν χάρη στην αγάπη τους.
Αυτή είναι η ουσία της ιστορίας της ζωής μου, και γι’ αυτό γράφω τούτο το βιβλίο. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν τι σημαίνει να παρατάς τον εαυτό σου και πώς γίνεται να οδηγηθείς σε κάτι τέτοιο. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν τι συμβαίνει στη ζωή των φτωχών, και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η πνευματική και υλική ανέχεια πάνω στα παιδιά μας. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν πώς νιώσαμε η οικογένειά μου κι εγώ το Αμερικάνικο Όνειρο. Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν πώς βιώνεται η κοινωνική ανέλιξη. Και θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν κάτι που εγώ το έμαθα πολύ πρόσφατα: ότι για όσους από εμάς είχαμε την τύχη να ζήσουμε το Αμερικάνικο Όνειρο, οι δαίμονες της ζωής που αφήσαμε πίσω μας συνεχίζουν να μας κυνηγάνε.
Η ιστορία μου κάνει λόγο για μια ιδιαίτερη εθνοφυλετική ομάδα. Η κοινωνία μας δίνει μεγάλη προσοχή στα φυλετικά ζητήματα, ωστόσο το λεξιλόγιό μας συνήθως περιορίζεται μονάχα σε όρους που αναφέρονται στο χρώμα του δέρματος ―«μαύροι», «Ασιάτες», «λευκοί». Ενίοτε τούτες οι γενικές κατηγορίες είναι χρήσιμες. Για να γίνει όμως κατανοητή η δική μου ιστορία, πρέπει να πάμε πιο βαθιά. Μπορεί να είμαι λευκός, αλλά δεν ταυτίζομαι με τους Λευκούς Αγγλοσάξονες Προτεστάντες της βορειοανατολικής Αμερικής. Αντίθετα, ταυτίζομαι με τα εκατομμύρια των λευκών Αμερικανών της εργατικής τάξης δίχως πανεπιστημιακή μόρφωση και με σκωτοϊρλανδική καταγωγή. Για τους ανθρώπους αυτούς, η φτώχεια αποτελεί οικογενειακή παράδοση ―οι πρόγονοί τους ήταν εργάτες γης στη δουλοκτητική οικονομία του αμερικάνικου Νότου· αργότερα γίνανε κολίγοι· αργότερα γίνανε ανθρακωρύχοι· κι αργότερα γίνανε εργάτες στα εργοστάσια. Οι Αμερικάνοι τους λένε «χιλμπίληδες», «κοκκινοσβέρκηδες», «λευκά σκουπίδια». Εγώ τους λέω γείτονες, φίλους, συγγενείς μου.
Οι Σκωτοϊρλανδοί είναι μια από τις πιο ευδιάκριτες εθνοφυλετικές υποομάδες της Αμερικής. Όπως παρατήρησε ένας σχολιαστής, «ταξιδεύοντας στην Αμερική, οι Σκωτοιρλανδοί μού έκαναν διαρκώς εντύπωση: ήταν η πιο σταθερή και απαράλλαχτη τοπική υποκουλτούρα της χώρας. Η οικογενειακή τους δομή, η θρησκευτική και πολιτική τους στράτευση και η κοινωνική τους ζωή παραμένουν αμετάβλητες σε σύγκριση με την πλήρη εγκατάλειψη της παράδοσης που παρατηρείται σχεδόν οπουδήποτε αλλού». Αυτή η έντονη πρόσδεση στην παράδοση συνδυάζεται με πολλά καλά χαρακτηριστικά ―μια φλογερή αίσθηση της μπέσας, μια αταλάντευτη αφοσίωση στην οικογένεια και στην πατρίδα― αλλά και με πολλά κακά. Δε μας αρέσουν οι ξένοι ή οι άνθρωποι που διαφέρουν από εμάς, ασχέτως του αν η διαφορά έχει να κάνει με το πώς μοιάζουνε στην όψη, πώς φέρονται ή, πρωτίστως, πώς μιλάνε. Για να με καταλάβατε, πρέπει να καταλάβετε ότι είμαι ένας σκωτοϊρλανδός χιλμπίλης στην ψυχή.
Αν η πολιτισμική διάσταση αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος, τότε η γεωγραφία αποτελεί την άλλη όψη. Όταν οι πρώτοι σκωτοϊρλανδοί μετανάστες έφτασαν στο Νέο Κόσμο τον 18ο αιώνα, ένιωσαν μια έντονη έλξη για τα Απαλάχια Όρη. Η περιοχή αυτή είναι ομολογουμένως τεράστια ―εκτείνεται από την Αλαμπάμα και την Τζόρτζια στο Νότο, περνάει από το Οχάιο, και φτάνει σε κάποια μέρη της πολιτείας της Νέας Υόρκης στο Βορρά. Ωστόσο, η κυρίαρχη νοοτροπία των Ευρύτερων Απαλαχίων είναι σε εντυπωσιακό βαθμό συνεκτική και ενιαία. Η οικογένειά μου, από τους λόφους του ανατολικού Κεντάκι, αυτοχαρακτηρίζονται χιλμπίληδες, το ίδιο όμως κάνει και ο Χανκ Γουίλιαμς Τζούνιορ ―γεννημένος στη Λουιζιάνα και κάτοικος της Αλαμπάμα― στο τραγούδι του για τη ζωή των λευκών αγροτών «Ένα επαρχιωτόπουλο μπορεί να επιβιώσει» [A country boy can survive]. Η αμερικάνικη πολιτική ζωή άλλαξε κατεύθυνση μετά την πολιτική μετατόπιση των κατοίκων των Ευρύτερων Απαλαχίων από το Δημοκρατικό στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η οποία σημειώθηκε μετά τον Νίξον. Και πουθενά δεν είναι τόσο ζοφερή η μοίρα των λευκών της εργατικής τάξης όσο στα Ευρύτερα Απαλάχια. Από τη χαμηλή κοινωνική κινητικότητα μέχρι τη φτώχεια, τα διαζύγια και τα ναρκωτικά, ο τόπος μου είναι ένας τόπος δυστυχίας.
Δεν ξαφνιάζει διόλου, επομένως, το ότι είμαστε απαισιόδοξοι άνθρωποι. Περισσότερο μπορεί να ξαφνιάζει το γεγονός ότι, όπως έχουν δείξει αρκετές έρευνες, οι λευκοί της εργατικής τάξης είναι η πιο απαισιόδοξη ομάδα της Αμερικής. Είναι περισσότερο απαισιόδοξοι από τους ισπανόφωνους μετανάστες, πολλοί απ’ τους οποίους ζουν σε συνθήκες ασύλληπτης υλικής ένδειας. Είναι περισσότερο απαισιόδοξοι από τους μαύρους Αμερικανούς, των οποίων οι οικονομικές προοπτικές εξακολοθούν να είναι χειρότερες απ’ των λευκών. Μολονότι η πραγματικότητα δικαιολογεί κάποιο βαθμό κυνισμού, το γεγονός ότι οι χιλμπίληδες είναι περισσότερο απαισιόδοξοι για το μέλλον τους απ’ ό,τι πολλές άλλες ομάδες ―μερικές απ’ τις οποίες είναι σε σαφώς χειρότερη κατάσταση από υλική άποψη από εμάς― δείχνει ότι κάτι άλλο συμβαίνει.
Και πράγματι συμβαίνει. Είμαστε περισσότερο απομονωμένοι κοινωνικά από ποτέ και κληροδοτούμε την απομόνωση στα παιδιά μας. Η θρησκεία μας έχει αλλάξει ―είναι δομημένη γύρω από εκκλησίες όπου ξεχειλίζει η συναισθηματική ρητορική αλλά απουσιάζει η κοινωνική στήριξη που θα βοηθήσει τα φτωχά παιδιά να προκόψουν. Πολλοί από εμάς δε δουλεύουμε πια ή επιλέξαμε να μην αλλάξουμε τόπο κατοικίας αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες. Οι άνδρες πάσχουν από μια ιδιόρρυθμη κρίση αρρενωπότητας, όπου ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που ενσταλάζει μέσα μας η χιλμπίλικη νοοτροπία μάς εμποδίζουν να βρούμε τα πατήματά μας σ’ έναν κόσμο που αλλάζει.
Όταν συζητώ για τη μοίρα της κοινότητάς μου, πολλές φορές ακούω την παρακάτω αντίρρηση: «Προφανώς τα πράγματα έχουν δυσκολέψει για τους λευκούς της εργατικής τάξης, Τζέιντι· όμως έχεις μπερδέψει τις αιτίες με τα αποτελέσματα. Χωρίζουν περισσότερο, παντρεύονται λιγότερο και βιώνουν λιγότερη χαρά, επειδή έχουν λιγότερες οικονομικές ευκαιρίες. Αν υπήρχαν περισσότερες και πιο καλές δουλειές, θα βελτιώνονταν και οι άλλες πτυχές της ζωής τους».
Κάποτε πίστευα το ίδιο. Και όταν ήμουνα μικρός, ήθελα απεγνωσμένα να το πιστέψω. Είναι λογικό. Το να μην έχεις δουλειά προκαλεί στρες, και το να μην έχεις λεφτά ούτε καν για να επιβιώσεις προκαλεί ακόμα περισσότερο στρες. Καθώς η βιομηχανία στις Μεσοδυτικές Πολιτείες παρήκμασε, η λευκή εργατική τάξη έχασε όχι μόνο την οικονομική της ασφάλεια, αλλά και τη σταθερή οικογενειακή ζωή που η οικονομική αυτή ασφάλεια έφερνε.
Αλλά η εμπειρία είναι σκληρός δάσκαλος. Και η εμπειρία με δίδαξε πως η ιδέα ότι το κύριο πρόβλημα είναι η οικονομική ανασφάλεια είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ατελής. Πριν μερικά χρόνια, το καλοκαίρι προτού γραφτώ στη νομική του Γέιλ, έψαχνα μια δουλειά πλήρους απασχόλησης για να χρηματοδοτήσω τη μετεγκατάστασή μου στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ. Ένας οικογενειακός φίλος μού πρότεινε να δουλέψω στην επιχείρησή του, μια αποθήκη με πλακάκια. Τα πλακάκια είναι βαριά: συσκευάζονται σε δέματα που ζυγίζουν από 25 μέχρι 40 κιλά το καθένα. Η βασική μου δουλειά ήταν να στοιβάζω τα δέματα πάνω σε παλέτες και να ετοιμάζω τις παλέτες για να τις πάρει το φορτηγό. Δεν ήταν εύκολη δουλειά, αλλά πληρωνόμουν 13 δολάρια την ώρα και χρειαζόμουν τα χρήματα. Οπότε έπιασα δουλειά και προσπαθούσα να κάνω όσο περισσότερες υπερωρίες μπορούσα.
Στην αποθήκη δούλευαν καμιά δεκαριά άτομα. Οι περισσότεροι υπάλληλοι δούλευαν εκεί χρόνια. Ένας απ’ αυτούς είχε δύο δουλειές πλήρους απασχόλησης, αλλά όχι από ανάγκη: η δεύτερη δουλειά του του επέτρεπε ν’ ασχοληθεί με το όνειρό του, την οδήγηση αεροπλάνων. 13 δολάρια την ώρα ήταν καλά λεφτά για ένα άτομο που ζει μόνο του στην πόλη μας ―ένα καλό διαμέρισμα κοστίζει περίπου 500 δολάρια το μήνα― και ήταν βέβαιο ότι μετά από λίγο καιρό στη δουλειά θα έπαιρνες αύξηση. Κάθε υπάλληλος με λίγα χρόνια προϋπηρεσία έβγαζε τουλάχιστον 16 δολάρια την ώρα, και μάλιστα με την οικονομία σε ύφεση, πράγμα που εξασφάλιζε ένα ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 32.000 δολαρίων ―πολύ πάνω απ’ το όριο της φτώχειας, ακόμα και για μια οικογένεια. Παρά τη σχετική σταθερότητα, οι διευθυντές της αποθήκης δυσκολεύονταν τρομερά να βρουν μόνιμο υπάλληλο για τη δική μου θέση, μια κατά βάση χειρωνακτική δουλειά. Τον καιρό που έφυγα, χειρωνακτική δουλειά στην αποθήκη κάνανε 3 άτομα· εγώ, στα 26 μου, ήμουν μακράν ο μεγαλύτερος.
Ένα αγόρι, ας τον πούμε Μπομπ, έπιασε δουλειά στην αποθήκη λίγους μήνες πριν από μένα. Ο Μπομπ ήταν 19 χρονών και η κοπέλα του ήταν έγκυος. Ο διευθυντής πρότεινε από ευγένεια στην κοπέλα μια δουλειά γραφείου, να σηκώνει τηλέφωνα. Και οι δυο τους ήταν φριχτοί εργαζόμενοι. Σχεδόν μία στις τρεις μέρες η κοπέλα δεν εμφανιζόταν στη δουλειά και ποτέ δεν ενημέρωνε από πριν. Αν και την προειδοποίησαν ν’ αλλάξει συμπεριφορά, η κοπέλα δεν κατάφερε να μείνει στη δουλειά πάνω από δυο μήνες. Ο Μπομπ απουσίαζε απ’ τη δουλειά περίπου μία φορά την εβδομάδα, ενώ ερχόταν πάντοτε αργοπορημένος. Επιπλέον, κάθε μέρα έκανε 3 με 4 διαλείμματα για τουαλέτα, που το καθένα διαρκούσε πάνω από μισή ώρα. Το πράγμα είχε καταντήσει τόσο πολύ γελοίο ώστε, τον καιρό περίπου που κόντευα να φύγω, σκαρφιστήκαμε μαζί μ’ ένα συνάδελφο ένα παιχνίδι: αγοράσαμε ένα χρονόμετρο κι όποτε ο Μπομπ πήγαινε στο μπάνιο και ξεπερνούσε τα 30 λεπτά φωνάζαμε ανά πεντάλεπτο: «35 λεπτά!», «45 λεπτά!», «Μία ώρα, ρεκόρ!».
Τελικά απολύθηκε κι ο Μπομπ. Όταν έγινε αυτό, τα έβαλε με τον προϊστάμενο: «Πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό; Δεν το ξέρεις πως η κοπέλα μου είναι έγκυος;». Και δεν ήταν ο μόνος: τουλάχιστον δύο άλλοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου του ξαδέλφου του Μπομπ, απολύθηκαν ή παραιτήθηκαν τους λίγους μήνες που δούλεψα σ’ εκείνη την αποθήκη.
Δε γίνεται ν’ αγνοούμε ιστορίες σαν αυτή, όταν μιλάμε για ισότητα στις ευκαιρίες. Νομπελίστες οικονομολόγοι ανησυχούν για την παρακμή της βιομηχανίας στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και για την αποσάθρωση της οικονομικής βάσης των λευκών της εργατικής τάξης. Αυτό που εννοούν είναι ότι οι δουλειές στα εργοστάσια έχουν μεταφερθεί στο εξωτερικό και ότι είναι δύσκολο για τους ανθρώπους που δεν έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση να βρουν δουλειές της μεσαίας τάξης. Πολύ ωραία, συμφωνώ, πρόκειται για πολύ σημαντικό πρόβλημα. Το βιβλίο όμως αυτό μιλάει για κάτι άλλο: για το τι συμβαίνει στη ζωή των πραγματικών ανθρώπων όταν η βιομηχανία παρακμάζει· για το τι συμβαίνει όταν αντιδράς σε μια κακή κατάσταση με το χειρότερο δυνατό τρόπο· για το τι συμβαίνει όταν οι κυρίαρχες νοοτροπίες ενισχύουν την κοινωνική φθορά αντί να την αποτρέπουν.
Τα προβλήματα που είδα στην αποθήκη με τα πλακάκια κινούνται σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο απ’ αυτό που περιγράφουν οι μακροοικονομικοί δείκτες και οι οικονομικές πολιτικές. Έχουν να κάνουν με πάμπολλους νεαρούς άνδρες που δυσφορούν στην ιδέα της σκληρής δουλειάς. Έχουν να κάνουν με καλές δουλειές που κανένας δεν προτίθεται να τις κάνει. Έχουν να κάνουν μ’ ένα νεαρό άνδρα που έχει κάθε λόγο να εργαστεί ―έχοντας μια μέλλουσα σύζυγο να στηρίξει κι ένα μωρό να έρχεται― αλλά ο οποίος προτιμά να περιφρονεί αμέριμνος μια καλή δουλειά με άριστη ασφάλιση υγείας. Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα είναι ότι, στο τέλος, ο νεαρός αυτός πίστευε ότι οι άλλοι είχαν φερθεί άσχημα σ’εκείνον. Έχουμε να κάνουμε εδώ μ’ ένα μειωμένο αίσθημα προσωπικής ευθύνης: μια αίσθηση ότι έχεις ελάχιστο έλεγχο πάνω στη ζωή σου και μια ευκολία να κατηγορείς όλους τους άλλους εκτός απ’ τον εαυτό σου. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την ευρύτερη οικονομική κατάσταση της σύγχρονης Αμερικής.
Θα πρέπει να τονιστεί πως, μολονότι επικεντρώνομαι στην ομάδα που γνωρίζω προσωπικά ―τους λευκούς της εργατικής τάξης που έχουν δεσμούς με τα Απαλάχια―, δεν υποστηρίζω ότι δικαιούμαστε περισσότερη συμπάθεια από άλλες ομάδες. Σε τούτο το βιβλίο ο αναγνώστης δε θα βρει μια ιστορία που να υποστηρίζει ότι οι λευκοί έχουν περισσότερους λόγους να διαμαρτύρονται από τους μαύρους ή κάποια άλλη εθνοφυλετική ομάδα. Ελπίζω ότι οι αναγνώστες του βιβλίου θα μπορέσουν να σχηματίσουν μια πληρέστερη αντίληψη για το πώς η ταξική θέση και η οικογενειακή κατάσταση επηρεάζουν τη ζωή των φτωχών ανθρώπων, χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν κάποιο φυλετικό πρίσμα. Πολλοί δημόσιοι σχολιαστές θεωρούν ότι όροι του τύπου «βασίλισσα των κονωνικών επιδομάτων» ενισχύουν άδικα στερεότυπα που αναφέρονται σε μια μαύρη μητέρα που ζει απ’ τα επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας. Οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου θα συνειδητοποιήσουν γρήγορα ότι το επιχείρημα που αναπτύσσω εδώ δεν έχει καμία σχέση με τούτο το ζήτημα: έχω γνωρίσει πολλές βασίλισσες των κοινωνικών επιδομάτων· κάποιες ήταν γειτόνισσές μου, και ήταν όλες λευκές.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ακαδημαϊκή μελέτη. Τα τελευταία χρόνια, ο Γουίλιαμ Τζούλιους Γουίλσον, ο Τσαρλς Μάρεϊ, ο Ρόμπερτ Πάτναμ και ο Ρατζ Τσέτυ έχουν γράψει συναρπαστικές και άρτια τεκμηριωμένες μελέτες που καταδεικνύουν ότι η κοινωνική κινητικότητα μειώθηκε δραματικά τη δεκαετία του 1970 και δεν ανέκαμψε ποτέ πραγματικά, ότι ορισμένες περιοχές τα πάνε χειρότερα από άλλες (διόλου αναπάντεχα, τα Απαλάχια και η Ζώνη της Σκουριάς τα πάνε πολύ άσχημα) κι ότι πολλά απ’ τα φαινόμενα που παρατήρησα στη δική μου ζωή παρατηρούνται σ’ ολόκληρη την κοινωνία μας. Μπορεί να διαφωνώ με ορισμένα απ’ τα συμπεράσματά τους, αλλά οι ερευνητές αυτοί απέδειξαν πειστικά ότι η Αμερική έχει πρόβλημα. Μολονότι θα χρησιμοποιήσω κάποια ποσοτικά δεδομένα και μολονότι ενίοτε θα στηριχτώ σε ακαδημαϊκές μελέτες για να υποστηρίξω κάποια άποψη, ο βασικός μου στόχος δεν είναι να σας πείσω ότι το πρόβλημα υπάρχει. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί. Ο βασικός μου στόχος είναι ν’ αφηγηθώ μια αληθινή ιστορία που περιγράφει τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί με το πρόβλημα περασμένο σα θηλιά γύρω απ’ το λαιμό σου.
Δε γίνεται ν’ αφηγηθώ αυτή την ιστορία χωρίς να μιλήσω για τους βασικούς ήρωες που καθόρισαν τη ζωή μου. Επομένως, το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς το χρονικό της δικής μου ζωής αλλά το χρονικό μιας οικογένειας ―μια ιστορία κοινωνικής ανέλιξης ιδωμένη με τα μάτια μιας οικογένειας χιλμπίληδων από τα Απαλάχια. Πριν από δύο γενιές, ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν πάμφτωχοι και ερωτευμένοι. Παντρεύτηκαν και μετανάστευσαν προς βορρά θέλοντας να ξεφύγουν απ’ την καταραμένη φτώχεια που απλωνόταν παντού τριγύρω τους. Ο εγγονός τους (εγώ) αποφοίτησε από ένα απ’ τα λαμπρότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα του κόσμου. Αυτή είναι η σύντομη βερζιόν. Η αναλυτική βερζιόν ξεδιπλώνεται στις σελίδες που ακολουθούν.
Παρόλο που μερικές φορές αλλάζω τα ονόματα των ανθρώπων για να προστατεύσω την ιδιωτικότητά τους, η παρακάτω αφήγηση είναι μια ακριβής απεικόνιση του κόσμου που έζησα και του οποίου υπήρξα μάρτυρας ―τουλάχιστον στο μέτρο που μπορώ να εμπιστευτώ τη μνήμη μου. Δεν υπάρχουν φανταστικοί χαρακτήρες ούτε και χρονολογικές αντιμεταθέσεις. Όπου μπόρεσα, προσπάθησα να βασιστώ σε γραπτά τεκμήρια ―δημόσια έγγραφα, χειρόγραφες επιστολές, σημειώσεις πάνω σε φωτογραφίες. Όμως είμαι βέβαιος ότι, όπως κάθε αφήγηση βασισμένη στη μνήμη, έτσι και αυτή η ιστορία θα έχει λάθη. Όταν ζήτησα απ’ την αδερφή μου να διαβάσει μια πρώτη εκδοχή αυτής της αφήγησης, ακολούθησε μια τριαντάλεπτη συζήτηση για το αν είχα μπερδέψει κάποιες ημερομηνίες. Επέμεινα στη δική μου εκδοχή, όχι γιατί πιστεύω ότι η μνήμη της αδερφής μου είναι χειρότερη απ’ τη δική μου (βασικά πιστεύω το αντίθετο), αλλά γιατί νομίζω ότι έχει σημασία το πώς οργάνωσα τα γεγονότα στο δικό μου μυαλό.
Δεν είμαι ουδέτερος παρατηρητής. Σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται σ’ αυτή την ιστορία έχουν σοβαρά ψεγάδια. Μερικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν ανθρώπους, και μερικοί τα κατάφεραν. Κάποιοι κακοποίησαν τα παιδιά τους, σωματικά ή συναισθηματικά. Πολλοί έκαναν (και εξακολουθούν να κάνουν) χρήση ναρκωτικών. Αλλά τους ανθρώπους αυτούς τους αγαπώ, ακόμη κι εκείνους που, για να διατηρήσω την ψυχική μου γαλήνη, προτιμώ να τους αποφεύγω. Και αν σας δημιουργήσω την εντύπωση ότι στη ζωή μου υπήρξαν κακοί άνθρωποι, τότε οφείλω μια συγγνώμη, και σ’ εσάς και στους ανθρώπους της ιστορίας μου. Γιατί σ’ αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν κακοί. Υπάρχει μονάχα μια άγρια, άναρχη και φασαριόζικη κομπανία από χιλμπίληδες που παλεύουν να βρουν το δρόμο τους ―για να σωθούνε οι ίδιοι και, με τη χάρη του Θεού, για να σώσουνε κι εμένα...

#1 NEW YORK TIMES BESTSELLER

«Δε θα διαβάσετε φέτος σημαντικότερο βιβλίο για την Αμερική».
-Economist

«Απαραίτητο ανάγνωσμα για την ιστορική στιγμή που ζούμε».
-New York Times

«Ένα βιβλίο που σε βυθίζει στο σύμπαν του».
-Wall Street Journal

«Αυτό που κάνει "Το τραγούδι του χιλμπίλη" τόσο δυνατό είναι ότι ο Βανς γράφει με τη θλιμμένη πίκρα ενός προδομένου γιου που συνεχίζει να πιστεύει στο γονιό του».
-The New Yorker

Ο J. D. Vance (1984) μεγάλωσε στο Μίντλταουν του Οχάιο και στο Τζάκσον του Κεντάκι. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Οχάιο Στέιτ και τη νομική σχολή του Γέιλ.
Το "Τραγούδι του χιλμπίλη" είναι το πρώτο του βιβλίο.

Τίτλος πρωτοτύπου: Hillbilly Elegy - A Memoir of a Family and Culture in Crisis
Συγγραφέας: J. D. Vance
Μετάφραση: Αριστείδης Μαλλιαρός
Επιμέλεια: Θάνος Σαμαρτζής
ISBN: 978-618-83224-3-1
Σελίδες: 360
Ημερομηνία έκδοσης: 31/05/2018
Εκδότης: Δώμα
Αρχική τιμή: 16,00€

🔎2998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...