Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Το αρχείο της Άγριας Δύσης 9: Η ομιλία του αρχηγού Σηάτλ


Ιστορικά στοιχεία:
Το έτος 1855 στην Πολιτεία του Όρεγκον, βρίσκεται σε εξέλιξη μια ωμή εισβολή λευκών αποίκων στις ινδιάνικες περιοχές. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας, Ισαάκ Στήβενς, καταργεί με διάταγμα τα δικαιώματα των Ινδιάνων πάνω στη γη τους και προσπαθεί να τους πείσει να εγκατασταθούν σε ελεγχόμενους καταυλισμούς με την προοπτική της αφομοίωσης και της προσαρμογής σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Ο αρχηγός Σηάτλ, της φυλής των Ντουαμίς, πηγαίνει με τους ακολούθους του στο Φορτ Έλλιοτ για να διαπραγματευτεί τη συνθήκη παραχώρησης εδαφών. Εκεί, μπροστά στον διοικητή του Οχυρού και πλήθος κόσμου, ο Σηάτλ, θα εκφωνήσει έναν πολύ όμορφο λόγο, λαμπρό δείγμα της ρητορικής τέχνης των Ινδιάνων της Αμερικής, που φημίζονταν για την απαράμιλλη ευγλωττία τους. Είναι βέβαιο πως οι μάρτυρες που κατέγραψαν αργότερα την συγκεκριμένη ομιλία, άλλαξαν ή παραποίησαν κάποια από τα λεγόμενα του ερυθρόδερμου αρχηγού. Όμως, είναι επίσης βέβαιο πως σε γενικές γραμμές αυτά ήταν τα λόγια που ειπώθηκαν από τα χείλη του.
Βλέποντας κάποιος εκ των υστέρων την ομιλία αυτή διαπιστώνει πως μοιάζει σχεδόν προφητική, σαν ένα όραμα των όσων επρόκειτο να συμβούν στους ινδιάνικους πληθυσμούς της αμερικάνικης ηπείρου. Η απειλή που διαχέεται στις τελευταίες γραμμές της ομιλίας δεν είναι ψεύτικη. Μπορεί να έχει περάσει περισσότερο από ένας αιώνας όμως τα εκατομμύρια θανάτων που προκάλεσαν οι σφαγές και οι επιδημίες, στοιχειώνουν πάντα την συλλογική συνείδηση των Αμερικανών. Τώρα πια η σύγχρονη κοινωνία αποδέχεται τα εγκλήματα εκείνων των γενεών και προσπαθεί να επανορθώσει τις αδικίες. Ταυτόχρονα, όλοι αναρωτιούνται: ποιος ήταν τελικά ο λόγος που οδήγησε σ’ αυτή τη γενοκτονία;…

Το κείμενο της ομιλίας:
«Ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας, αυτός που αμέτρητους αιώνες τώρα χύνει δάκρυα ευσπλαχνίας για τον λαό μου, ο ουρανός, που μοιάζει αναλλοίωτος και αιώνιος, μπορεί ν' αλλάξει σύντομα.
Σήμερα είναι ξάστερος. Αύριο ίσως γεμίσει σύννεφα. Τα λόγια μου όμως είναι σαν τα άστρα που μένουν ίδια πάντα και γι' αυτό ο μεγάλος αρχηγός της Ουάσιγκτον μπορεί να είναι σίγουρος για όσα λέει ο Σηάτλ, σίγουρος όσο και πως γυρίζει ο ήλιος ή ότι οι εποχές αλλάζουν.
Ο Λευκός Αρχηγός λέει πως ο μεγάλος Αρχηγός στην Ουάσιγκτον μας στέλνει μήνυμα φιλίας και θέλησης καλής. Καλοσύνη του, γιατί γνωρίζουμε πως, από την πλευρά του, δεν έχει και πολύ ανάγκη τη φιλία μας. Ο λαός του είναι μεγάλος: σαν το χορτάρι που σκεπάζει τα απέραντα λιβάδια. Ο λαός μου είναι μικρός: σαν τα σκόρπια δέντρα στον κάμπο που τα σαρώνει η καταιγίδα.
Ο Μεγάλος και, υποθέτω καλός Λευκός Αρχηγός, μας παραγγέλνει πως θέλει ν’ αγοράσει τη γη μας, αλλά είναι πρόθυμος να μας παραχωρήσει τόση ώστε να ζήσουμε άνετα.
Αυτό στ’ αλήθεια μοιάζει δίκαιο, μπορώ να πω και γενναιόδωρο, γιατί ο ερυθρόδερμος δεν έχει πια δικαιώματα που οφείλει να τα σέβεται κανείς• μοιάζει επίσης και σοφή αυτή η πρόταση, αφού από δω και πέρα δεν θα ‘χουμε ανάγκη μεγάλες εκτάσεις.
Κάποτε ο λαός μας σκέπαζε τη γη αυτή όπως τα κύματα της ανεμοδαρμένης θάλασσας σκεπάζουν τον στρωμένο κοχύλια βυθό της, αλλά έχει πια από καιρό περάσει αυτή η εποχή, μαζί και το μεγαλείο των φυλών μας• τώρα δεν μένει παρά μια θλιβερή ανάμνηση.
Δεν θα μακρηγορήσω θρηνώντας την πρόωρη παρακμή μας ούτε και θα κατηγορήσω τους χλωμοπρόσωπους αδελφούς μου πως την επέσπευσαν• ίσως φταίμε κι εμείς. Η νιότη δεν κρατιέται: όταν τα παλικάρια μας θυμώνουν για μια πραγματική ή φανταστική αδικία, όταν βάφουν κι ασχημίζουν το πρόσωπό τους με μαύρο χρώμα, σημαίνει πως η καρδιά τους είναι μαύρη, και τότε συχνά φέρονται σκληρά κι ανελέητα• ούτε οι γέροντες ούτε οι γερόντισσες μπορούν να τα συγκρατήσουν.
Έτσι ήταν πάντα. Έτσι ήταν από τότε που ο λευκός άνθρωπος άρχισε να διώχνει τους προγόνους μας προς τα δυτικά. Αλλά ας ελπίσουμε πως οι εχθροπραξίες μεταξύ μας δεν θα επαναληφθούν. Εμείς θα χάναμε τα πάντα και τίποτα δεν θα κερδίζαμε.
Τα παλικάρια μας νομίζουν την εκδίκηση για νίκη, ακόμα και με τίμημα την ίδια τη ζωή τους• οι γέροι όμως, που τον καιρό του πολέμου μένουνε πίσω, και οι μανάδες που ίσως χάσουν παιδιά, ξέρουν καλύτερα.


Ο καλός μας πατέρας στην Ουάσιγκτον -θαρρώ πως είναι και δικός μας πατέρας τώρα αφότου ο βασιλιάς Γεώργιος μετακίνησε τα σύνορά του προς τα βόρεια-, ο μεγάλος και καλός πατέρας μας, λέω λοιπόν, μας παραγγέλνει πως αν συμμορφωθούμε, θα μας προστατεύσει: η δύναμη των θαρραλέων πολεμιστών του θα ορθωθεί ακλόνητο τείχος για μας, και τα μεγαλόπρεπα (θαυμαστά) πολεμικά καράβια του θα γεμίσουν τα λιμάνια μας, έτσι που οι παλιοί εχθροί μας από τον Βορρά, οι Χάιντας και οι Τσίμσιανς, θα πάψουν να φοβερίζουν τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέροντές μας.
Τότε, θα γίνει αληθινός πατέρας μας, κι εμείς αληθινά παιδιά του. Μπορεί όμως ποτέ να γίνει αυτό;
Ο Θεός σας δεν είναι και δικός μας! Ο Θεός σας αγαπάει τον λαό σας και μισεί τον δικό μου! Αγκαλιάζει στοργικά, με τα γερά προστατευτικά του μπράτσα, τον χλωμοπρόσωπο άνθρωπο και τον οδηγεί κρατώντας τον από το χέρι όπως πατέρας τον μικρό του γιο• αλλά έχει ξεχάσει τα ερυθρόδερμα παιδιά του -αν είναι στ’ αλήθεια δικά του παιδιά. Και ο δικός μας Θεός όμως, το Μεγάλο Πνεύμα, φαίνεται πως κι αυτός μας εγκατέλειψε.
Ο Θεός σας αυξάνει κάθε μέρα τη δύναμη του λαού σας. Γρήγορα θα κατακλύσετε τη χώρα. Ο λαός μας υποχωρεί σαν πλημμυρίδα που γίνεται άμπωτη, τα νερά της τραβιούνται και δεν ξαναγυρίζουν. Δεν μπορεί να αγαπάει τον λαό μας ο Θεός των λευκών ανθρώπων, αλλιώς θα μας προστάτευε. Μοιάζουμε μ’ ορφανά που δεν έχουν πού να στραφούν για βοήθεια.
Πώς να γίνουμε αδέρφια; Πώς ο Θεός σας να γίνει θεός μας, να ξαναφέρει την ευημερία μας, να ξυπνήσει μέσα μας τα όνειρα της επιστροφής του μεγαλείου μας;
Αν έχουμε έναν κοινό ουράνιο πατέρα, τότε μεροληπτεί, γιατί μόνο τα χλωμοπρόσωπα παιδιά του επισκέφθηκε. Εμείς ποτέ μας δεν τον είδαμε.
Όχι! Είμαστε δύο ξεχωριστές φυλές με ρίζες διαφορετικές και άλλο πεπρωμένο. Λίγα αυτά που μας ενώνουν! Για μας, οι στάχτες των προγόνων μας είναι ιερές και ο τόπος όπου αναπαύονται οι νεκροί μας, χώμα αγιασμένο. Εσείς περιπλανιέστε μακριά από τους τάφους των προγόνων σας, δίχως αυτό να σας στενοχωρεί, καθώς φαίνεται. Το σιδερένιο χέρι του Θεού σας έγραψε τη θρησκεία σας σε πέτρινες πλάκες για να μην την ξεχάσετε. Ο Ερυθρόδερμος ποτέ δεν μπόρεσε να την καταλάβει ή να τη θυμάται. Η δική μας θρησκεία είναι οι παραδόσεις των προγόνων μας -τα όνειρα που στέλνει το Μεγάλο Πνεύμα στους γερόντους μας τις ήσυχες ώρες της νύχτας και τα οράματα που έθρεψαν οι αρχηγοί- και είναι γραμμένη στις καρδιές του λαού μας. Οι δικοί σας νεκροί παύουν να αγαπούν εσάς και τη γη όπου γεννήθηκαν, μόλις διαβούν το κατώφλι του τάφου και περπατήσουν πέρα από τ’ αστέρια. Ξεχνιούνται γρήγορα, και δεν ξαναγυρίζουνε ποτέ. Οι δικοί μας νεκροί δεν ξεχνούν τον όμορφο κόσμο που τους έδωσε ζωή.
Αγαπάνε ακόμα τις πρασινισμένες κοιλάδες του, τα κελαρυστά ποτάμια του, τα υπέροχα βουνά του, τα απομονωμένα λαγκάδια του, τις στεφανωμένες με πράσινο λίμνες του… Κι επιστρέφουν συχνά από τους Τόπους του Ευτυχισμένου Κυνηγιού, για να επισκεφθούν με τρυφερή και βαθιά στοργή τις μοναχικές καρδιές. Για να τις καθοδηγήσουν, να τις παρηγορήσουν, να τις ανακουφίσουν…
Νύχτα και μέρα δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ο ερυθρόδερμος πάντοτε ξεμάκραινε μόλις πλησίαζε ο λευκός, όπως η αυγινή δροσιά μπροστά στον ήλιο που ανατέλλει.
Ωστόσο η πρότασή σας ακούγεται δίκαιη, και νομίζω πως ο λαός μου θα τη δεχτεί και θα αποσυρθεί στον καταυλισμό που του προσφέρετε. Λίγη σημασία έχει πού θα περάσουμε τις μέρες που μας μένουν. Δεν θα είναι πολλές. Η νύχτα των Ινδιάνων προμηνύεται βαθιά κι ατελείωτη.


Λίγα φεγγάρια ακόμα. Λίγοι χειμώνες. Κι ούτε ένας από τους απογόνους εκείνων των ισχυρών που κάποτε διέσχιζαν αυτή τη χώρα, δεν θα απομείνει για να θρηνεί πάνω από τους τάφους ενός λαού, κάποτε πιο ελπιδοφόρου και δυνατού από τον δικό σας…
Μα γιατί να θρηνώ τον πρόωρο χαμό του λαού μου; Η μια φυλή διαδέχεται την άλλη, το ένα έθνος το άλλο, όπως τα κύματα της θάλασσας. Αυτή είναι η φυσική τάξη, και άσκοπη η θλίψη. Ίσως η ώρα της δικής σας πτώσης αργήσει, όμως θα φτάσει σίγουρα, γιατί ακόμη κι ο λευκός άνθρωπος, που ο Θεός του ήρθε και κουβέντιασε μαζί του όπως φίλος σε φίλο, δεν θα γλιτώσει από την κοινή μοίρα. Ίσως τελικά να είμαστε αδέρφια.
Θα δούμε. Θα σκεφτούμε την πρότασή σας, και όταν αποφασίσουμε, θα σας ειδοποιήσουμε. Αν όμως τη δεχτούμε, θέτω εδώ και τώρα τούτο τον όρο: δεν θα μας αρνηθείτε το δικαίωμα να επισκεπτόμαστε ανενόχλητοι όποτε θέλουμε τους τάφους των προγόνων μας, των φίλων και των παιδιών μας.
Κάθε κομάτι αυτής της γης είναι ιερό στην συνείδηση του λαού μου. Κάθε πλαγιά, κάθε κοιλάδα, κάθε συστάδα δέντρων στοιχειώνεται από κάποιο λυπητερό ή χαρούμενο γεγονός, ημερών από καιρό χαμένων…
Κι όταν ο ερυθρόδερμος χαθεί και η ανάμνηση της φυλής μου θα έχει γίνει μύθος για τον λευκό άνθρωπο, αυτές οι ακτές θα πάλλονται από τους αόρατους νεκρούς της φυλής μου… Και όταν τα παιδιά των παιδιών σας θα νομίζουν πως είναι μόνα τους στα χωράφια, στους δρόμους ή μέσα στη σιγαλιά του αδιάβατου δάσους, να ξέρουν πως μόνα τους δεν θα είναι!
Σ’ ολόκληρη τη γη, δεν έχει ούτε ένα μέρος που να ανήκει στη μοναξιά. Ποτέ δεν θα είναι μόνος του ο Λευκός άνθρωπος! Ας είναι δίκαιος και ας φερθεί ευγενικά στον λαό μου, γιατί οι νεκροί δεν είναι ανίσχυροι.
Νεκροί είπα; Δεν υπάρχει θάνατος. Απλώς ο ένας κόσμος διαδέχεται τον άλλο…».


Δύο βιβλία που κυκλοφορούν στην Ελλάδα περιλαμβάνουν την ομιλία του αρχηγού Σηάτλ. Πρόκειται για το «Η εξουσία των ίσκιων», από τις εκδόσεις "Ελεύθερος Τύπος" και για το «Πού είναι ο αετός;», από τις εκδόσεις "Κοάν". Αξίζει να τα αναζητήσετε, καθώς είναι από τα βιβλία που πρέπει να μην λείπουν από την βιβλιοθήκη ενός λάτρη της Άγριας Δύσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...