Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Σπουδαίοι συγγραφείς 4: Κάρολος Ντίκενς (Charles Dickens) 1812-1870


Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Ο Κάρολος (Τσαρλς) Ντίκενς γεννήθηκε το 1812 στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος και ο μισθός του δεν επαρκούσε για να ζήσει η πολυμελής οικογένειά του: οκτώ παιδιά, από τα οποία ο Τσαρλς ήταν ο δευτερότοκος. Τα χρέη συσσωρεύονταν και η οικογένεια ζούσε σε διαρκή ανασφάλεια μέχρι το 1823, οπότε αντιμετωπίζει μια πραγματική οικονομική καταστροφή.
Ο πατέρας Ντίκενς φυλακίζεται στο Λονδίνο για τα χρέη του και σύντομα ολόκληρη η οικογένεια εγκαθίσταται μαζί του στην ειδική φυλακή Μάρσαλσι, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, εκτός από το δωδεκάχρονο Τσαρλς, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας. Η τραυματική αυτή εμπειρία σημαδεύει τον ευαίσθητο Τσαρλς για όλη του τη ζωή και ο απόηχός της διαφαίνεται συχνά στα έργα του.
Υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.
Ύστερα από τρεις μήνες, ο πατέρας αποφυλακίστηκε, κληρονομώντας παράλληλα κάποια χρήματα. Ο Τσαρλς, πήγε αμέσως στο σχολείο, όμως δεν άργησε η στιγμή που θα τα παρατούσε μιας και έπρεπε να βοηθήσει για ακόμη μια φορά την οικογένειά του. Δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες σπουδές.
Έτσι, ξαναρχίσει να δουλεύει, τούτη τη φορά ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο. Το επάγγελμα του γραφιά δεν ταίριαζε, φυσικά, στην πληθωρική ιδιοσυγκρασία του και γι' αυτό αποφάσισε να μάθει μόνος στενογραφία και να εργαστεί ως ελεύθερος ρεπόρτερ στα δικαστήρια αρχικά και αργότερα στη Βουλή. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια αρχίζει να γίνεται γνωστός για τα εξαιρετικά ρεπορτάζ του. Το 1833, στα είκοσι ένα του χρόνια, αρχίζει να δημοσιεύει σε περιοδικά τα πρώτα του "Σκίτσα του Μποζ" που βρίσκουν σημαντική απήχηση στο κοινό. Τον επόμενο χρόνο γίνεται μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας "Morning Chronicle".
Το 1836 τα "Σκίτσα του Μποζ" εκδίδονται σε τόμο, σημειώνουν μεγάλη επιτυχία και αποτελούν την έναρξη της θριαμβευτικής λογοτεχνικής πορείας του Ντίκενς. Την ίδια χρονιά, οι εκδότες Τσάπμαν και Χολ του αναθέτουν να γράφει τα κείμενα που θα συνόδευαν, σε μηνιαία τεύχη, τα σχέδια του δημοφιλούς σκιτσογράφου Σέιμουρ. Στην αρχή η ανταπόκριση του κοινού ήταν μέτρια, σύντομα όμως τα "Έγγραφα Πίκγουικ" (1836-37) γίνονται εκδοτικό φαινόμενο, ο κειμενογράφος επισκιάζει το σκιτσογράφο και οι ήρωες του Ντίκενς κυριολεκτικά λατρεύονται από το κοινό. Ένας παράγοντας που συντέλεσε σ΄αυτή την άνευ προηγουμένου επιτυχία ήταν ότι τα κείμενα δημοσιεύονταν σε φτηνά μηνιαία τεύχη. Ο Ντίκενς χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο έκδοσης για όλα του τα κατοπινά μυθιστορήματα και το παράδειγμά του ακολούθησαν άλλοι σύγχρονοί του συγγραφείς. Ήδη εξαιρετικά διάσημος στα είκοσι τέσσερα χρόνια του κι ενώ εξακολουθούσαν να δημοσιεύονται τα "Έγγραφα Πίκγουικ", ο Ντίκενς άρχισε να γράφει το "Ολιβερ Τουίστ", που δημοσιεύεται το 1837 με μεγάλη επιτυχία.
Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν τα "Παλαιοπωλείο", "Μπάρναμπι Ρατζ", "Τα Βιβλία των Χριστουγέννων" (μια συλλογή από "Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες", αλλά και προσωπικές αναμνήσεις του Ντίκενς: "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα", "Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο", "Οι Καμπάνες" κ.α.), "Νίκολας Νίκλεμπι", "Μάρτιν Τσάζλεγουϊτ", "Ντόμπι και Υιός", "Δαυίδ Κόπερφιλντ" (ένα μάλλον αυτοβιογραφικό έργο), "Έρημο Σπίτι", "Δύσκολα Χρόνια", "Η Μικρή Ντόριτ", "Ιστορία Δυο Πόλεων", "Μεγάλες Προσδοκίες"...

Το τελευταίο μυθιστόρημα που πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Ντίκενς είναι "Ο Κοινός μας Φίλος" (1864-1865), μια ιστορία μέσα από την οποία διακωμωδεί με μεγάλη επιτυχία, τους πλούσιους. Πολλά από τα έργα του, μεταφέρθηκαν στα θέατρα του Λονδίνου ενώ πρέπει να σημειώσουμε και την μεγάλη αγάπη που είχε ο Ντίκενς για την ηθοποιία. Είχε, μάλιστα, κι ένα θίασο και όποτε είχε χρόνο, έκανε περιοδείες σε επαρχίες της Αγγλίας. Επίσης, λάτρευε να διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα του, στους ανθρώπους...
Στις αρχές του Ιουνίου του 1870, στο Λονδίνο, καθώς διάβαζε αποσπάσματα έργων του στο κοινό, έπαθε συμφόρηση και την επόμενη μέρα πέθανε, ενώ δε πρόλαβε να τελειώσει το αστυνομικό μυθιστόρημα που έγραφε "Το Μυστήριο του Έντουϊν Ντρουντ" (1870).
Στην προσωπική του ζωή, ο συγγραφέας ήταν λίγο… άστατος...
Το 1836, παντρεύτηκε την κόρη ενός τραπεζίτη, αλλά ο γάμος τους δε κράτησε πολύ, καθώς ερωτεύτηκε την κόρη ενός συναδέλφου του, την οποία και παντρεύτηκε. Έζησαν μαζί 22 ολόκληρα χρόνια, έκαναν δέκα(!!) παιδιά και χώρισαν γιατί ερωτεύτηκε μια πολύ νεότερη κοπέλα, ηθοποιό στο επάγγελμα, την οποία και παντρεύτηκε επίσης…
Ο Ντίκενς, μέσα από τα βιβλία του, κατάφερε να διορθώσει πολλά κακά και αδικίες.
Αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο και συνεχίζει να τρυπώνει μέσα στις καρδιές μικρών και μεγάλων, με τον ίδιο ζήλο, μέχρι και σήμερα…


ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία (μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση), μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο), η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα βιβλία του), με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.
Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό (οικονομικό και κοινωνιολογικό) ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος. Από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) μέχρι και τα «Δύσκολα χρόνια» (1854) ή τις «Μεγάλες προσδοκίες» (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός στιβαρού προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων: των ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψή του, όπως και των ανθρώπων που το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας την ύπαρξη των υπολοίπων σε έναν μόνιμο στροβιλισμό, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση και την απόγνωση.
Στη νουβέλα της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς. Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.


Στα «Δύσκολα χρόνια», ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα. Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η βικτωριανή Αγγλία: το φτωχόπαιδο που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα, θα έχει έναν και μοναδικό στόχο - το πώς να πλουτίσει σε μια κοινωνία συστηματικών αποκλεισμών.
Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αφήγησης που θέλει να αποδείξει και στα τρία έργα το ίδιο πράγμα: ότι η φτώχεια δεν συνιστά φυσική κατάσταση ή προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό ενός πανίσχυρου ταξικού καθεστώτος, που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την πίστη του στην ανισομέρεια και την ανισότητα.
Ο Ντίκενς έχει κατηγορηθεί κατ΄επανάληψη για την προσήλωσή του στην κριτική της φτώχειας, που θεωρήθηκε από πολλούς επιβαρυντικό στοιχείο για τη λογοτεχνική λειτουργία των μυθιστορημάτων του. Ο ανεξέλεγκτος συναισθηματισμός, απέναντι στους βασανισμένους ήρωες και η σχηματικότητα στην εικονογράφηση της ταξικής βίας είναι δύο από τα συχνότερα επιχειρήματα αυτής της συλλογιστικής, που βλέπει στον Ντίκενς μιαν άχρωμη και υποτονική κλίμακα διαβαθμίσεων. Τέτοιου τύπου, ωστόσο, δυσχέρειες, που σίγουρα δεν απουσιάζουν κατά τόπους από τη δουλειά του Ντίκενς, τείνουν αμέσως να εξισορροπηθούν από την εκτεταμένη ποικιλία των χαρακτήρων του, η οποία ανακινεί πολλαπλές όψεις του συλλογικού περίγυρου, όπως και από την κάθε άλλο παρά προγραμματική οπτική του για το καθημερινό περιβάλλον της φτώχειας και του πλούτου: οπτική που κινείται ευθύς εξαρχής σ' ένα πολύχυμο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο.

Ξαναδιαβάζοντας τον Ντίκενς, θα ανακαλύψουμε εύκολα και μιαν άλλη αρετή του. Η κριτική της φτώχειας αποκτά τόσο παραστατική δύναμη στα γραπτά του, χάρη στη σοφά διαρθρωμένη πλοκή του. Δημοσιευμένα ως επί το πλείστον υπό τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων (μηνιαίες συνέχειες στον περιοδικό Τύπο), τα βιβλία του Ντίκενς ξέρουν πώς να διατηρούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έναν περιεκτικό, γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με μιαν αρραγή και πέρα για πέρα συναρπαστική δράση. Σίγουρα, ένας μυθιστοριογράφος του καιρού μας.


Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, http://www.livanis.gr, Ελληνική Wikipedia, http://thewomanisart.blogspot.com/, http://www.allforwinter.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...