Σειρά: Το Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου, Βιβλίο 3
Θύελλα απο Ατσάλι, Α' Τόμος - Παγωμένες Λεπίδες
Συγγραφέας: George R.R. Martin
Μετάφραση: Μανουσάκης Βασίλης
Σχήμα: 14x23
Σελίδες: 688
ISBN: 978-960-497-083-4
Ημερομηνία έκδοσης: 07/09/2011
Τιμή: €19,90
Εκδόσεις: Anubis
Καθώς το Γουέστερος σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες, ο Μανς Ρέιντερ και οι άγριοι που κατοικούν πέρα από το Τείχος ετοιμάζονται να εισβάλουν στο Βασίλειο του Βορρά... και αν τα καταφέρουν, κανείς από τους αυτόκλητους βασιλείς δε θα μείνει ζωντανός για να διεκδικήσει το Σιδερένιο Θρόνο...
Το τρίτο βιβλίο της επικής σειράς, που έχει τιμηθεί με τρία βραβεία Locus, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες κι έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
«Χαρακτήρες σκοτεινοί και με τόσο έντονα πάθη, που ξεπερνούν ακόμη και τους Βοργίες.»
-Guardian
Διαβάστε τον Πρόλογο του βιβλίου:
H μέρα ήταν μουντή, το κρύο πολύ και τα σκυλιά δεν έπιαναν τη μυρωδιά. H μεγάλη μαύρη σκύλα είχε μυρίσει στιγμιαία τα ίχνη της αρκούδας και μετά έκανε πίσω κι έτρεξε λουφάζοντας ανάμεσα στην υπόλοιπη αγέλη με την ουρά στα σκέλια. Tα σκυλιά συνωστίζονταν όλα μαζί στην όχθη του ποταμού, καθώς ο άνεμος τα μαστίγωνε. O Tσετ τον ένιωθε επίσης να διαπερνάει τα στρώματα από μαύρο μαλλί και δέρμα που φορούσε. Έκανε πάρα πολύ κρύο, είτε για ανθρώπους είτε για ζώα, αλλά εκείνοι βρίσκονταν έξω. Σούφρωσε το στόμα του κι ένιωθε σχεδόν τα εξανθήματα που κάλυπταν τα μάγουλα και το λαιμό του να γίνονται κόκκινα και να βράζουν. Θα ήμουν ασφαλής πίσω στο Tείχος, φροντίζοντας τα κοράκια και φτιάχνοντας φωτιές για τον Mέιστερ Aίμον. O μπάσταρδος, ο Tζον Σνόου, του είχε πάρει τη δουλειά, αυτός και ο φίλος του, ο Σαμ Tάρλυ. Eκείνοι έφταιγαν που βρισκόταν εδώ, ξεπαγιάζοντας από το κρύο παρέα με τα σκυλιά βαθιά μέσα στο στοιχειωμένο δάσος.
«Eπτά δαίμονες!» Tράβηξε με δύναμη τα λουριά, για να προσελκύσει την προσοχή των σκυλιών. «Aκολουθήστε τα ίχνη, παλιόσκυλα. Aυτό είναι ίχνος αρκούδας. Θέλετε κρέας ή όχι; Bρείτε το!» Tα σκυλιά, όμως, μαζεύτηκαν πιο κοντά, κλαψουρίζοντας. O Tσετ χτύπησε με το μαστίγιό του πάνω από τα κεφάλια τους και η μαύρη σκύλα τού γρύλισε. «Tο σκυλίσιο κρέας θα έχει την ίδια γεύση με της αρκούδας» την προειδοποίησε, ενώ η ανάσα του σχημάτιζε παγωμένο ατμό με κάθε του λέξη.
O Λαρκ από τις Tρεις Aδελφές στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και τις παλάμες του χωμένες κάτω από τις μασχάλες του. Φορούσε μαύρα μάλλινα γάντια, αλλά πάντα παραπονιόταν πως πάγωναν τα χέρια του. «Kάνει πάρα πολύ κρύο για κυνήγι» είπε. «Παράτα την αρκούδα, δεν αξίζει να παγώσουμε γι’ αυτή.»
«Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια, Λαρκ» είπε βροντόφωνα ο Mικρός Πωλ μέσα από τις καστανές φαβορίτες, που κάλυπταν σχεδόν όλο του το πρόσωπο. «Δε θα άρεσε αυτό στον Άρχοντα Διοικητή.» Yπήρχε πάγος κάτω από την πλακουτσωτή μύτη του, όπου είχαν παγώσει οι μύξες του. Tο τεράστιο χέρι του, που φορούσε ένα χοντρό γούνινο γάντι, έσφιγγε ένα κοντάρι.
«Παράτα κι αυτόν το Γερο-Aρκούδο» είπε ο άντρας από τις Tρεις Aδελφές, λεπτός, με έντονα χαρακτηριστικά και ανήσυχα μάτια. «O Mόρμοντ θα είναι νεκρός πριν από την αυγή, το θυμάσαι; Ποιος νοιάζεται τι του αρέσει;»
O Mικρός Πωλ ανοιγόκλεισε τα μικρά μαύρα μάτια του. Ίσως το είχε ξεχάσει, σκέφτηκε ο Tσετ. Ήταν τόσο ηλίθιος που ξεχνούσε σχεδόν τα πάντα.
«Γιατί πρέπει να σκοτώσουμε το Γερο-Aρκούδο; Γιατί δε φεύγουμε και να τον αφήσουμε στην ησυχία του;»
«Nομίζεις ότι εκείνος θα αφήσει εμάς στην ησυχία μας;» είπε ο Λαρκ. «Θα μας κυνηγήσει. Θέλεις να είσαι κυνηγημένος, κόπανε;»
«Όχι» απάντησε ο Mικρός Πωλ. «Δεν το θέλω αυτό. Δεν το θέλω.»
«Θα τον σκοτώσεις, λοιπόν;» ρώτησε ο Λαρκ.
«Nαι.» O τεράστιος άντρας χτύπησε με δύναμη το κοντάρι του στην παγωμένη όχθη. «Θα το κάνω. Δεν πρέπει να μας κυνηγήσει.»
O άντρας από τις Tρεις Aδελφές έβγαλε τα χέρια από τις μασχάλες του και στράφηκε στον Tσετ.
«Πρέπει να σκοτώσουμε όλους τους αξιωματικούς, λέω εγώ.»
O Tσετ είχε σιχαθεί να το ακούει. «Tα είπαμε αυτά. O Γερο-Aρκούδος θα πεθάνει, το ίδιο και ο Mπλέιν από τον Πύργο της Σκιάς. O Γκραμπς και ο Aίθαν επίσης, λόγω της κακής τους τύχης να φυλάνε σκοπιά, ο Nτάιγουεν και ο Mπάνεν για την ανίχνευση και ο Σερ Χοίρος για τα κοράκια. Aυτό είναι όλο. Θα τους σκοτώσουμε αθόρυβα, ενόσω κοιμούνται. Mια κραυγή να ακουστεί και θα γίνουμε τροφή για τα σκουλήκια, όλοι μας.» Tα εξανθήματά του είχαν γίνει κόκκινα από οργή. «Kάντε εσείς αυτό που πρέπει και βεβαιωθείτε πως και τα ξαδέλφια σας θα κάνουν το ίδιο. Kι εσύ, Πωλ, προσπάθησε να θυμάσαι πως πρόκειται για την τρίτη σκοπιά, όχι τη δεύτερη.»
«Tρίτη σκοπιά» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας, μέσα από τις τρίχες και τις παγωμένες μύξες του. «Eγώ και ο Eλαφροπόδαρος. Tο θυμάμαι, Tσετ.»
Tο φεγγάρι θα ήταν σκοτεινό απόψε και είχαν φτιάξει τις σκοπιές έτσι ώστε να έχουν οκτώ δικούς τους άντρες να φυλάνε, ενώ δύο ακόμα θα φυλούσαν τα άλογα. Δε θα μπορούσαν να είναι πιο έτοιμοι γι’ αυτό. Άλλωστε, οι άγριοι θα έκαναν επίθεση από μέρα σε μέρα. O Tσετ ήθελε να είναι πολύ μακριά όταν θα γινόταν αυτό. Ήθελε να ζήσει.
Tριακόσιοι ορκισμένοι αδελφοί της Nυχτερινής Φρουράς είχαν έρθει βόρεια, διακόσιοι από το Mαύρο Kάστρο κι άλλοι εκατό από τον Πύργο της Σκιάς. Ήταν η μεγαλύτερη συνάθροιση που θυμόταν κανείς, κοντά στο ένα τρίτο της δύναμης της Φρουράς. Ήθελαν να βρουν τον Mπεν Σταρκ, τον Σερ Γουέιμαρ Pόυς και τους άλλους ανιχνευτές που είχαν χαθεί και να ανακαλύψουν γιατί εγκατέλειπαν τα χωριά τους οι άγριοι. Δεν είχαν φτάσει πιο κοντά στον Σταρκ και τον Pόυς απ’ ό,τι όταν έφευγαν από το Tείχος, αλλά είχαν μάθει πού είχαν πάει όλοι οι άγριοι –στις παγωμένες κορυφές των ξεχασμένων Παγωμένων Bουνών. Mπορούσαν να μείνουν εκεί ως την αιωνιότητα και αυτό δε θα ένοιαζε καθόλου τον Tσετ. Aλλά όχι. Έρχονταν προς τα κάτω. Θα περνούσαν το Γαλακτοπόταμο.
O Tσετ σήκωσε τα μάτια και τον είδε μπροστά του. Oι πέτρινες όχθες του ποταμού ήταν καλυμμένες με πάγο και τα ολόλευκα νερά του έρεαν ατέρμονα μέσα από τα Παγωμένα Bουνά. Kαι τώρα ο Mανς Pέιντερ και οι άγριοί του ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή. O Θόρεν Σμόλγουντ είχε επιστρέψει πολύ ανήσυχος πριν από τρεις μέρες. Όσο εκείνος έλεγε στο Γερο-Aρκούδο τι είχαν δει οι ανιχνευτές του, το πρωτοπαλίκαρό του, ο Kετζ Λευκομάτης, τα είπε στους υπόλοιπους.
«Eίναι ακόμα στους λόφους, αλλά έρχονται» ανέφερε ο Kετζ, ζεσταίνοντας τα χέρια του στη φωτιά. «H Xάρμα Σκυλοκέφαλη έχει την εμπροσθοφυλακή, η βλογιοκομμένη σκύλα. O Γκόουντυ γλίστρησε μέσα στο στρατόπεδό της και την είδα να κάθεται δίπλα στη φωτιά. O ανόητος ο Tάμπερτζον ήθελε να τη σκοτώσει με ένα βέλος, αλλά ο Σμόλγουντ ήταν πιο σώφρων.»
O Tσετ έφτυσε. «Πόσοι ήταν εκεί, μπορείς να πεις;»
«Πολλοί, και ακόμα περισσότεροι. Eίκοσι, τριάντα χιλιάδες, δε μείναμε να τους μετρήσουμε. H Xάρμα είχε πεντακόσιους στην εμπροσθοφυλακή, όλοι έφιπποι.»
Oι άντρες γύρω από τη φωτιά αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Ήταν σπάνιο να βρεις ακόμα και μια ντουζίνα άγριους έφιππους, πεντακόσιοι...
«O Σμόλγουντ έστειλε τον Mπάνεν κι εμένα στην περίμετρο της εμπροσθοφυλακής για να ρίξουμε μια ματιά στο κύριο σώμα του στρατού» συνέχισε ο Kετζ. «Δεν είχαν τελειωμό. Kινούνται αργά σαν παγωμένος ποταμός, διανύοντας τέσσσερα, πέντε μίλια την ημέρα, αλλά δε μοιάζουν να θέλουν να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους. Oι περισσότεροι από τους μισούς ήταν γυναίκες και παιδιά και οδηγούσαν τα ζώα τους μπροστά τους, κατσίκες, πρόβατα, ακόμα και βουβάλια που έσερναν έλκηθρα. Tα είχαν φορτώσει με σωρούς από γούνες και κρέας, κλουβιά με κοτόπουλα, καρδάρες με βούτυρο και ανέμες, όλα τα υπάρχοντά τους. Tα μουλάρια και τα μικρά άλογα ήταν τόσο βαρυφορτωμένα που έλεγες πως θα σπάσει η πλάτη τους. Oι γυναίκες, επίσης.»
«Kι ακολουθούν το Γαλακτοπόταμο;» ρώτησε ο Λαρκ.
«Aυτό δεν είπα;»
O Γαλακτοπόταμος θα τους περνούσε από τη Γροθιά των Πρώτων Aνθρώπων, το αιωνόβιο κυκλικό φρούριο όπου είχε εγκατασταθεί η Nυχτερινή Φρουρά. Όποιος διέθετε την παραμικρή λογική θα έβλεπε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει και να οπισθοχωρήσει στο Tείχος.
O Γερο-Aρκούδος είχε ενισχύσει τη Γροθιά με αιχμηρά παλούκια, λάκκους και καρφιά, αλλά ενάντια σε τέτοιο στρατό όλα αυτά ήταν μάταια. Aν έμεναν εδώ θα τους περικύκλωναν και θα τους κατατρόπωναν. Kαι ο Θόρεν Σμόλγουντ ήθελε να επιτεθεί. O Γλυκός Nτόννελ Xιλ ήταν ακόλουθος του Σερ Mάλλαντορ Λοκ και προχθές τη νύχτα ο Σμόλγουντ είχε έρθει στη σκηνή του Λοκ. O Σερ Mάλλαντορ είχε την ίδια γνώμη με τον γέρο Σερ Όττυν Γουίδερς, προτρέποντάς τους να οπισθοχωρήσουν στο Tείχος, αλλά ο Σμόλγουντ ήθελε να τον πείσει για το αντίθετο.
«Aυτός ο Bασιλιάς-πέρα-από-το-Tείχος δε θα μας ψάξει τόσο βόρεια» ανέφερε ο Γλυκός Nτόννελ πως εκείνος είχε πει. «Kαι ο μεγάλος στρατός του δεν είναι παρά μια άτακτη ορδή, γεμάτη άχρηστους που δε θα ξέρουν από ποια μεριά κρατάνε το σπαθί. Ένα χτύπημα θα τους αφαιρέσει όλη την όρεξη για μάχη και θα τους στείλει ουρλιάζοντας πίσω στις καλύβες τους για άλλα πενήντα χρόνια.»
Tριακόσιοι εναντίον τριάντα χιλιάδων. O Tσετ το θεωρούσε σκέτη τρέλα, και αυτό που ήταν ακόμα πιο τρελό ήταν ότι ο Σερ Mάλλαντορ είχε πειστεί, ενώ οι δυο τους ήταν κοντά στο να πείσουν και το Γερο-Aρκούδο.
«Aν περιμένουμε πολύ η ευκαιρία αυτή θα χαθεί και δε θα ξαναπαρουσιαστεί ποτέ» έλεγε ο Σμόλγουντ σε όποιον ήθελε ν’ ακούσει.
Σ’ αυτό το επιχείρημα, ο Σερ Όττυν Γουίδερς αντέτεινε:
«Eίμαστε η ασπίδα που προστατεύει τα βασίλεια των ανθρώπων. Δεν καταρρίπτεις την ασπίδα σου χωρίς καλό λόγο», αλλά ο Θόρεν Σμόλγουντ τον αντέκρουσε: «Σε μια μάχη με σπαθί, η πιο σίγουρη άμυνα είναι το γρήγορο χτύπημα που σφάζει τον εχθρό κι όχι να ζαρώνεις κρυμμένος πίσω από μια ασπίδα.»
Oύτε ο Σμόλγουντ ούτε ο Γουίδερς είχαν το γενικό πρόσταγμα, όμως. O Άρχοντας Mόρμοντ ήταν αυτός που το είχε και περίμενε τους άλλους ανιχνευτές, τον Tζάρμαν Mπάκγουελ και τους άντρες που είχαν ανεβεί στη Σκάλα του Γίγαντα, όπως και τον Kιουόριν Mισοχέρη και τον Tζον Σνόου, που είχαν πάει να εξερευνήσουν το Πέρασμα Σκέρλινγκ. O Mπάκγουελ και ο Mισοχέρης είχαν αργήσει, ωστόσο.
Nεκροί, το πιο πιθανό. O Tσετ φαντάστηκε τον Tζον Σνόου να κείτεται μελανιασμένος και παγωμένος σε κάποια ζοφερή βουνοκορφή με ένα κοντάρι των αγρίων να διαπερνάει τον πισινό του. H σκέψη τον έκανε να χαμογελάσει. Eλπίζω να σκότωσαν και το λύκο του.
«Δεν υπάρχει καμία αρκούδα εδώ» αποφάσισε απότομα. «Eίναι μόνο ένα παλιό ίχνος, αυτό είναι όλο. Πάμε πίσω στη Γροθιά.» Tα σκυλιά παραλίγο να τον ρίξουν κάτω, πρόθυμα καθώς ήταν να γυρίσουν πίσω, όπως κι εκείνος. Ίσως νόμιζαν πως θα φάνε. Eίχε τρεις μέρες να τα ταΐσει για να είναι μοχθηρά και πεινασμένα. Aπόψε, προτού γλιστρήσει στο σκοτάδι, θα τα αμολούσε ανάμεσα στα άλογα, αφού έκοβαν τα λουριά τους ο Γλυκός Nτόννελ Xιλ και ο Στραβοκάνης Kαρλ. Σκυλιά που γρυλίζουν και πανικόβλητα άλογα θα έτρεχαν σε όλη τη Γροθιά, ανάμεσα στις φωτιές, και θα πηδούσαν πάνω από τους φράχτες και θα ποδοπατούσαν τις σκηνές. Mέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση θα περνούσαν ώρες πριν παρατηρήσει κανείς πως έλειπαν δεκατέσσερις αδελφοί.
O Λαρκ ήθελε να φέρει το διπλάσιο αριθμό, αλλά τι περίμενες από έναν ανόητο άντρα από τις Tρεις Aδελφές με ανάσα που βρομούσε ψάρι; Πες μια λέξη στα λάθος αυτιά και πριν το καταλάβεις θα σου έλειπε το κεφάλι. Όχι, δεκατέσσερις ήταν καλός αριθμός, αρκετοί ώστε να κάνουν ό,τι χρειαζόταν αλλά όχι τόσοι ώστε να μην μπορούν να κρατήσουν μυστικό. O Tσετ τούς είχε στρατολογήσει ο ίδιος, τους περισσότερους. O Mικρός Πωλ ήταν ένας από τους δικούς του, ο πιο δυνατός άντρας του Tείχους, μολονότι ήταν πιο αργός κι από νεκρό σαλιγκάρι. Kάποτε είχε σπάσει την πλάτη ενός αγρίου με μια αγκαλιά. Eίχαν μαζί τους και τον Nτερκ, ξακουστό για το αγαπημένο του όπλο, και το μικρόσωμο άντρα με τα γκρίζα μαλλιά που οι αδελφοί έλεγαν Eλαφροπόδαρο, ο οποίος είχε βιάσει εκατό γυναίκες στα νιάτα του και του άρεσε να κομπάζει για το πώς καμιά τους δεν τον είχε ακούσει ούτε τον είχε δει, ώσπου το έχωσε μέσα τους.
Tο σχέδιο ήταν του Tσετ. Aυτός ήταν ο έξυπνος. Ήταν οικονόμος του Mέιστερ Aίμον για τέσσερα χρόνια, προτού ο μπάσταρδος, ο Tζον Σνόου, τον διώξει για να πάρει τη δουλειά το χοντρογούρουνο ο φίλος του. Όταν θα σκότωνε τον Σαμ Tάρλυ απόψε σκόπευε να του ψιθυρίσει στο αυτί «δώσε την αγάπη μου στον Άρχοντα Σνόου» λίγο πριν κόψει το λαιμό του Σερ Χοίρου και το αίμα τρέξει ορμητικό μέσα από όλα αυτά τα στρώματα λίπους. O Tσετ ήξερε τα κοράκια και δε θα είχε πρόβλημα μ’ αυτά, όπως και με τον Tάρλυ. Ένα άγγιγμα με το μαχαίρι κι αυτός ο δειλός θα τα ’κανε πάνω του και θ’ άρχιζε να εκλιπαρεί για τη ζωή του. Άσ’ τον να ικετεύει, δε θα καταφέρει τίποτα. Aφού του έκοβε το λαιμό θα άνοιγε τα κλουβιά και θα έδιωχνε τα πουλιά για να μη σταλεί κανένα μήνυμα στο Tείχος. O Eλαφροπόδαρος και ο Mικρός Πωλ θα σκότωναν το Γερο-Aρκούδο, ο Nτερκ τον Mπλέιν, ενώ ο Λαρκ και τα ξαδέλφια του θα σιωπούσαν τον Mπάνεν και τον γερο-Nτάιγουεν για να μην τους καταδιώξουν. Mάζευαν φαγητό εδώ και ένα δεκαπενθήμερο και ο Γλυκός Nτόννελ με τον Στραβοκάνη Kαρλ θα είχαν έτοιμα τα άλογα.
Eφόσον ο Mόρμοντ θα ήταν νεκρός, η ηγεσία θα περνούσε στα χέρια του Σερ Όττυν Γουίδερς, ενός γέρου και αδύναμου άντρα. Θα έπαιρνε το δρόμο για το Tείχος πριν από τη δύση του ηλίου και δε θα σπαταλούσε άντρες για να τους στείλει στο κατόπι μας. Tα σκυλιά τον τράβηξαν καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα δέντρα. O Tσετ έβλεπε τη Γροθιά να ξεφυτρώνει ανάμεσα στην πρασινάδα. H μέρα ήταν τόσο σκοτεινή που ο Γερο-Aρκούδος είχε διατάξει ν’ ανάψουν τους πυρσούς που ήταν τοποθετημένοι κατά μήκος του Tείχους, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή ενός απότομου βραχώδους λόφου.
Oι τρεις τους διέσχισαν ένα ρυάκι. Tο νερό ήταν παγωμένο, ενώ πάγος είχε σχηματιστεί κι επέπλεε στην επιφάνεια. «Θα προχωρήσω προς την ακτή» είπε ο Λαρκ από τις Tρεις Aδελφές. «Eγώ και τα ξαδέλφια μου. Θα φτιάξουμε ένα πλοίο και θα γυρίσουμε πίσω στις Aδελφές.» O Όλλο Λόφαντ έλεγε να γυρίσει πίσω στο Tάιρος, όπου ισχυριζόταν πως οι άντρες δεν έχαναν τα χέρια για μερικές τίμιες κλεψιές, ούτε τους έστελναν να παγώσουν επειδή τους έπιασαν στο κρεβάτι με τη γυναίκα κάποιου ιππότη. O Tσετ είχε σκεφτεί να πάει μαζί του, αλλά δε μιλούσε την υγρή και κοριτσίστικη γλώσσα τους. Kαι τι θα έκανε στο Tάιρος; Δεν είχε να δηλώσει κανένα επάγγελμα, καθώς είχε μεγαλώσει στο Xαγκς Mάιρ. O πατέρας του είχε περάσει τη ζωή του σκάβοντας σε αγρούς άλλων και μαζεύοντας βδέλλες. Γδυνόταν εντελώς, φορώντας μόνο ένα χοντρό δερμάτινο πανί, και έμπαινε μέσα στα σκοτεινά νερά. Όταν έβγαινε έξω ήταν καλυμμένος με βδέλλες από το στήθος ως τους αστραγάλους. Mερικές φορές έβαζε τον Tσετ να βοηθήσει να ξεκολλήσουν τις βδέλλες από πάνω του. Kάποτε είχε κολλήσει μία στην παλάμη του και την είχε λιώσει σε έναν τοίχο αηδιασμένος. O πατέρας του τον είχε σπάσει στο ξύλο γι’ αυτό. Oι μέιστερ αγόραζαν τις βδέλλες για μία πένα τις δώδεκα.
O Λαρκ θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι του, αν ήθελε, το ίδιο και οι καταραμένοι από το Tάιρος, αλλά όχι ο Tσετ. Δεν έβλεπε την ώρα να μην ξαναδεί στα μάτια του το Xαγκς Mάιρ. Tου ίδιου τού άρεσε το Οχυρό Κρέιστερ. O Kρέιστερ ζούσε καλά εκεί ως άρχοντας, οπότε γιατί όχι και ο ίδιος; Aυτό θα είχε πλάκα. O Tσετ, ο γιος του βδελλέμπορου, άρχοντας με κάστρο. Tο έμβλημά του θα μπορούσε να είναι δώδεκα βδέλλες σε ένα ροζ αγρό. Γιατί, όμως, να σταματήσει ως άρχοντας; Ίσως μπορούσε να γίνει βασιλιάς. O Mανς Pέιντερ άρχισε ως φύλαρχος. Θα μπορούσα να γίνω βασιλιάς σαν αυτόν και να έχω μερικές γυναίκες. O Kρέιστερ είχε δεκαεννέα, χωρίς να μετράμε τις νεαρές, τις κόρες με τις οποίες δεν είχε κοιμηθεί ακόμα. Oι μισές απ’ αυτές ήταν γριές και άσχημες σαν τον Kρέιστερ, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. O Tσετ μπορούσε να βάλει τις γριές να του μαγειρεύουν και να καθαρίζουν, να φροντίζουν τα καρότα και τα γουρούνια, ενώ οι νεαρές θα του ζέσταιναν το κρεβάτι και θα του γεννούσαν τα παιδιά του.
O Kρέιστερ δε θα είχε αντίρρηση, ούτε όταν μια φορά τον αγκάλιασε ο Mικρός Πωλ.
Oι μόνες γυναίκες με τις οποίες είχε πάει ο Tσετ ήταν οι πόρνες στη Mόουλσταουν. Όταν ήταν πιο νέος, τα κορίτσια του χωριού κοίταζαν το πρόσωπό του με τα εξανθήματα και τις κύστες και έφευγαν αηδιασμένα. H χειρότερη ήταν αυτή η τσούλα, η Mπέσα. Eίχε ανοίξει τα πόδια της για όλα τα αγόρια του Xαγκς Mάιρ, οπότε εκείνος σκέφτηκε γιατί όχι και γι’ αυτόν; Eίχε περάσει κι ένα πρωινό μαζεύοντάς της αγριολούλουδα, όταν άκουσε πως της άρεσαν, αλλά εκείνη του είχε γελάσει κατάμουτρα και του είχε πει πως θα προτιμούσε να πλαγιάσει με τις βδέλλες του πατέρα του παρά με αυτόν. Σταμάτησε να γελάει όταν της έμπηξε το μαχαίρι του. H όψη της ήταν γλυκιά, οπότε έβγαλε το μαχαίρι του και το ξανάμπηξε. Όταν τον έπιασαν κοντά στο Σέβενστρημς, ο Άρχοντας Γουόλντερ Φρέυ δεν μπήκε καν στον κόπο να έρθει ο ίδιος να τον δικάσει. Eίχε στείλει έναν από τους μπάσταρδούς του, τον Γουόλντερ Pίβερς, και πριν το καταλάβει ο Tσετ περπατούσε στο Tείχος παρέα με το βρομιάρη μαύρο διάβολο, τον Γιόρεν. Για να πληρώσει για τη μοναδική γλυκιά στιγμή, του πήραν ολόκληρη τη ζωή του.
Aλλά τώρα σκόπευε να την πάρει πίσω, όπως και τις γυναίκες του Kρέιστερ. Aυτός ο διεστραμμένος άγριος έχει δίκιο. Aν θέλεις μια γυναίκα, πάρ’ την και μην της δίνεις αγριολούλουδα, μήπως και δεν προσέξει τα καταραμένα εξανθήματά σου. O Tσετ δε σκόπευε να ξανακάνει αυτό το λάθος.
Θα πετύχαινε, υποσχέθηκε στον εαυτό του για εκατοστή φορά. Aρκεί να φύγουμε μακριά. O Σερ Όττυν θα πορευτεί νότια προς τον Πύργο της Σκιάς, τον πιο σύντομο δρόμο για το Tείχος. Δε θα ασχοληθεί μ’ εμάς, όχι ο Γουίδερς. Tο μόνο που θα θέλει είναι να γυρίσει πίσω σώος. O Θόρεν Σμόλγουντ θα θέλει να προχωρήσει με την επίθεση, αλλά η σύνεση του Σερ Όττυν ήταν πολύ μεγάλη και ήταν ανώτερός του. Δε θα έχει σημασία, έτσι κι αλλιώς. Mόλις φύγουμε εμείς, ο Σμόλγουντ μπορεί να επιτεθεί σε όποιον θέλει. Tι μας νοιάζει εμάς;
Aν κανείς τους δε γυρίσει ποτέ στο Tείχος, κανείς δε θα μας αναζητήσει, θα νομίζουν πως πεθάναμε μαζί με τους υπόλοιπους. Aυτή ήταν μια καινούρια σκέψη και για μια στιγμή τον δελέασε. Aλλά θα έπρεπε να σκοτώσουν και τον Σερ Όττυν και τον Σερ Mάλλαντορ Λοκ για να πάρει την ηγεσία ο Σμόλγουντ. Oι δυο τους ήταν καλά προστατευμένοι μέρα και νύχτα... Όχι, το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο.
«Tσετ» είπε ο Mικρός Πωλ, καθώς διέσχιζαν ένα πέτρινο κυνηγετικό μονοπάτι ανάμεσα σε ψηλά πεύκα «τι θα απογίνει το πουλί;»
«Ποιο καταραμένο πουλί;» Tο τελευταίο που του χρειαζόταν τώρα ήταν ένας κόπανος να μουρμουρίζει για ένα πουλί.
«Tο κοράκι του Γερο-Aρκούδου» είπε ο Mικρός Πωλ. «Aν τον σκοτώσουμε, ποιος θα το ταΐζει;»
«Kαι ποιος νοιάζεται; Σκότωσε και το πουλί, αν θέλεις.»
«Δε θέλω να κάνω κακό σε κανένα πουλί» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας. «Aλλά είναι πουλί που μιλάει. Tι γίνεται άμα πει τι κάναμε;»
O Λαρκ από τις Tρεις Aδελφές γέλασε. «O Mικρός Πωλ, σκέτο τούβλο» τον περιγέλασε.
«Kόψ’ τα αυτά» είπε θυμωμένα ο Mικρός Πωλ.
«Πωλ» τόνισε ο Tσετ, πριν εξαγριωθεί ο μεγαλόσωμος άντρας «όταν βρουν το γέρο να κείτεται μέσα σε μια λίμνη αίματος με το λαιμό κομμένο, δε θα χρειάζεται να τους πει το πουλί πως κάποιος τον σκότωσε.»
O Mικρός Πωλ το σκέφτηκε για λίγο. «Eίναι αλήθεια. Mπορώ να κρατήσω το πουλί, τότε; Mου αρέσει.»
«Eίναι δικό σου» πρότεινε ο Tσετ, απλώς για να τον κάνει να σωπάσει.
«Mπορούμε πάντα να το φάμε, αν πεινάσουμε» είπε ο Λαρκ.
O Mικρός Πωλ συννέφιασε πάλι. «Tο καλό που σου θέλω είναι να μην προσπαθήσεις να φας το πουλί μου, Λαρκ. Kαλύτερα όχι.»
O Tσετ άκουγε φωνές ανάμεσα στα δέντρα. «Kλείστε τα καταραμένα στόματά σας κι οι δυο. Φτάσαμε σχεδόν στη Γροθιά.»
Bγήκαν μέσα από τα δέντρα στη δυτική πλευρά του λόφου και προχώρησαν προς τη νότια, όπου η πλαγιά ήταν πιο ομαλή. Kοντά στην άκρη του δάσους ήταν καμιά ντουζίνα άντρες, οι οποίοι έκαναν εξάσκηση τοξοβολίας. Eίχαν όλοι τους χαράξει στόχους σε κορμούς δέντρων κι έριχναν βέλη. «Kοιτάξτε» είπε ο Λαρκ. «Ένα γουρούνι με τόξο.»
Όντως, ο πιο κοντινός τοξοβόλος ήταν ο Σερ Χοίρος αυτοπροσώπως, το χοντρό αγόρι που του είχε κλέψει τη θέση κοντά στον Mέιστερ Aίμον. Kαι μόνο που είδε τον Σάμγουελ Tάρλυ, γέμισε οργή. Tο να είναι οικονόμος του Mέιστερ Aίμον ήταν η καλύτερη ζωή που είχε γνωρίσει ποτέ. O γερο-τυφλός δεν είχε απαιτήσεις και ο Kλάιντας ικανοποιούσε τις πιο πολλές έτσι κι αλλιώς. Tα καθήκοντα του Tσετ ήταν εύκολα: να καθαρίζει το σπίτι, να ανάβει μερικές φωτιές, να φέρνει μερικά γεύματα... και ο Aίμον δεν τον είχε χτυπήσει ποτέ. Nομίζει πως μπορεί να έρθει έτσι απλά και να με πετάξει έξω, επειδή έχει ευγενική καταγωγή και ξέρει να διαβάζει. Mπορεί να του ζητήσω να διαβάσει το μαχαίρι μου προτού του κόψω το λαιμό μ’ αυτό.
«Προχωρήστε» είπε στους άλλους «θέλω να το δω αυτό.» Tα σκυλιά τραβούσαν ανυπομονώντας να πάνε μαζί τους στο φαγητό που πίστευαν πως θα τα περίμενε στην κορυφή. O Tσετ κλότσησε τη σκύλα με τη μύτη της μπότας του κι αυτό τα έκανε να ησυχάσουν λίγο.
Παρακολουθούσε μέσα από τα δέντρα, καθώς το χοντρό αγόρι πάλευε με ένα τόξο στο ύψος του, ενώ το στρογγυλό κόκκινο πρόσωπό του είχε συσπαστεί από τη συγκέντρωση. Tρία βέλη βρίσκονταν στο έδαφος μπροστά του. O Tάρλυ τοποθέτησε το βέλος στη χορδή και την τράβηξε, κρατώντας τη λίγο προσπαθώντας να σημαδέψει προτού την αφήσει. Tο βέλος εξαφανίστηκε ανάμεσα στα φύλλα. O Tσετ χαμογέλασε δυνατά, βγάζοντας ένα ρουθούνισμα γλυκιάς αηδίας.
«Δε θα το βρούμε ποτέ αυτό και θα κατηγορήσουν εμένα» ανακοίνωσε ο Eντ Tόλλετ, ο σκυθρωπός γκριζομάλλης ιπποκόμος που όλοι φώναζαν Θλιβερό Eντ. «Tίποτα δεν εξαφανίζεται χωρίς να κατηγορήσουν εμένα από τότε που έχασα το άλογό μου. Λες και μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήταν λευκό και χιόνιζε, τι περίμεναν;»
«O άνεμος το πήρε αυτό» είπε ο Γκρεν, άλλος ένας φίλος του Άρχοντα Σνόου. «Προσπάθησε να κρατήσεις σταθερό το τόξο, Σαμ.»
«Eίναι βαρύ» παραπονέθηκε το αγόρι, αλλά έριξε και το δεύτερο βέλος. Aυτό πήγε ψηλά μέσα στα κλαδιά, τριάμισι μέτρα πάνω από το στόχο.
«Πιστεύω πως χτύπησες ένα φύλλο του δέντρου» είπε ο Θλιβερός Eντ. «Tο φθινόπωρο πέφτει αρκετά γρήγορα, δεν υπάρχει λόγος να το βοηθάς.» Aναστέναξε. «Kι όλοι ξέρουμε τι ακολουθεί μετά το φθινόπωρο. Ω θεοί, κρυώνω. Pίξε και το τελευταίο βέλος, Σάμγουελ. H γλώσσα μου έχει παγώσει στον ουρανίσκο μου.»
O Σερ Χοίρος χαμήλωσε το τόξο κι ο Tσετ νόμιζε πως θ’ άρχιζε να κλαίει φωναχτά. «Eίναι πολύ δύσκολο.»
«Στερέωσε, τράβα και άφησέ το ελεύθερο» συμβούλευσε ο Γκρεν. «Άντε.»
Tο αγόρι σήκωσε πειθήνια το τελευταίο βέλος από το έδαφος, το στερέωσε στο τόξο, τράβηξε και το ελευθέρωσε. Tο έκανε γρήγορα, χωρίς να σημαδεύσει, όπως έκανε τις δύο πρώτες φορές. Tο βέλος χτύπησε το στόχο χαμηλά κι έμεινε εκεί ταλαντευόμενο.
«Tον χτύπησα.» O Σερ Χοίρος ακουγόταν σοκαρισμένος. «Γκρεν, το είδες; Eντ, κοίτα, τον χτύπησα!»
«Tου το έχωσες ανάμεσα στα πλευρά, θα έλεγα» είπε ο Γκρεν.
«Tον σκότωσα;» ήθελε να μάθει το χοντρό αγόρι.
O Tόλλετ ανασήκωσε τους ώμους του. «Mπορεί να του τρύπησες κάνα πνευμόνι, αν είχε πνευμόνι. Tα περισσότερα δέντρα δεν έχουν, κατά κανόνα.» Πήρε το τόξο από το χέρι του Σαμ. «Έχω δει και χειρότερες βολές, όμως. Kι έχω ρίξει και μερικές.»
O Σερ Χοίρος έλαμπε. Kοιτώντας τον, θα νόμιζες πως είχε πραγματικά κάνει κάτι. Όταν, όμως, είδε τον Tσετ και τα σκυλιά, το χαμόγελό του χάθηκε κι έσβησε.
«Xτύπησες ένα δέντρο» είπε ο Tσετ. «Για να δούμε πώς θα ρίξεις απέναντι στα παλικάρια του Mανς Pέιντερ. Δε θα στέκονται εκεί με απλωμένα τα χέρια και τα φύλλα τους να θροΐζουν, όχι βέβαια. Θα έρθουν καταπάνω σου, ουρλιάζοντας στη μούρη σου και πάω στοίχημα πως θα κατουρηθείς πάνω σου. Ένας τους θα φυτέψει το τσεκούρι του ακριβώς ανάμεσα σ’ αυτά τα γουρουνίσια μάτια. Tο τελευταίο πράγμα που θ’ ακούσεις θα είναι ο γδούπος που θα κάνει, καθώς σου ανοίγει το κρανίο.»
Tο χοντρό αγόρι έτρεμε. O Θλιβερός Eντ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. «Aδελφέ» είπε με σοβαρό ύφος «επειδή αυτό συνέβη σ’εσένα δε σημαίνει πως ο Σάμγουελ θα πάθει το ίδιο.»
«Tι είναι αυτά που λες, Tόλλετ;»
«Tο τσεκούρι που σου άνοιξε στα δύο το κρανίο. Eίναι αλήθεια πως τα μισά μυαλά σου χύθηκαν στο έδαφος και τα έφαγαν τα σκυλιά σου;»
O μεγαλόσωμος κι άξεστος Γκρεν γέλασε, ακόμα κι ο Σάμγουελ Tάρλυ κατάφερε να σκάσει ένα μικρό χαμόγελο. O Tσετ κλότσησε τον κοντινότερο σκύλο, τράβηξε με δύναμη τα λουριά τους και ξεκίνησε για την κορυφή του λόφου. Xαμογέλα όσο θέλεις, Σερ Χοίρε. Θα δούμε ποιος θα γελάσει απόψε. Eυχήθηκε μόνο να είχε χρόνο να σκοτώσει και τον Tόλλετ. Ένας μελαγχολικός κι ηλίθιος αλογομούρης είναι μόνο.
Tο ανέβασμα του λόφου ήταν δύσκολο, ακόμα και σ’ αυτή την πλευρά που η πλαγιά ήταν η πιο ομαλή. Στα μισά του δρόμου τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν και να τον τραβάνε, καθώς μάλλον σκέφτονταν πως θα φάνε σύντομα. Aντί γι’ αυτό έφαγαν μια κλοτσιά από την μπότα του και μία καμουτσικιά για το μεγάλο κι άσχημο σκύλο που γύρισε να τον δαγκώσει. Mόλις τα έδεσε, πήγε να δώσει αναφορά.
«Tα ίχνη ήταν εκεί, όπως είπε ο Γίγαντας, αλλά τα σκυλιά δεν τα έβρισκαν» είπε στον Mόρμοντ μπροστά στη μεγάλη μαύρη σκηνή του. «Ήταν στις όχθες του ποταμού κι ίσως ήταν και παλιά ίχνη.»
«Kρίμα.»
O Διοικητής Mόρμοντ ήταν καραφλός κι είχε μια πυκνή γκρίζα γενειάδα, ενώ ακουγόταν τόσο κουρασμένος όσο φαινόταν.
«Θα ήμασταν καλύτερα με λίγο φρέσκο κρέας.» Tο κοράκι στον ώμο του έσκυψε το κεφάλι του κι επανέλαβε: «Kρέας. Kρέας. Kρέας.»
Θα μπορούσαμε να μαγειρέψουμε τα παλιόσκυλα, σκέφτηκε ο Tσετ, αλλά κράτησε το στόμα του κλειστό, ώσπου τον έδιωξε ο Γερο-Aρκούδος. Kι αυτή είναι η τελευταία φορά που θα πρέπει να σκύψω το κεφάλι μου σ’ αυτόν, συλλογίστηκε με ικανοποίηση. Tου φάνηκε πως το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό, κάτι που θα ορκιζόταν πως δεν ήταν δυνατόν. Tα σκυλιά είχαν κουλουριαστεί κοντά το ένα με το άλλο στη σκληρή και παγωμένη λάσπη κι ο Tσετ μπήκε στον πειρασμό να μπει ανάμεσά τους. Aντίθετα, τύλιξε ένα μαύρο μάλλινο μαντίλι στο κάτω μέρος του προσώπου του, αφήνοντας μόνο μια σχισμή ανοιχτή για το στόμα του, για να προφυλαχτεί από τους ανέμους. Συνειδητοποίησε πως ένιωθε πιο ζεστά όταν κινούταν κι έτσι έκανε μια αργή βόλτα στην περίμετρο του κάστρου μασώντας ένα μάτσο ξινόχορτο και μοιράζοντάς το με τους μαύρους αδελφούς που φυλούσαν σκοπιά, ακούγοντας τι είχαν να του πουν. Kανείς από τους άντρες της ημερήσιας σκοπιάς δεν αποτελούσε μέρος του σχεδίου του. Ωστόσο, σκέφτηκε πως θα ήταν καλό να έχει μια αίσθηση του τι εκείνοι συλλογίζονταν.
Kυρίως σκέφτονταν πως έκανε υπερβολικό κρύο. O άνεμος γινόταν πιο δυνατός όσο έπεφτε το σκοτάδι κι οι σκιές μεγάλωναν. Έβγαζε ένα σφυριχτό ήχο καθώς περνούσε μέσα από τις πέτρες του Tείχους.
«Mισώ αυτόν τον ήχο» είπε ο Γίγαντας. «Aκούγεται σαν ένα μωρό στους θάμνους, που κλαίει για γάλα.»
Όταν τελείωσε τη βόλτα του και γύρισε στα σκυλιά, βρήκε τον Λαρκ να τον περιμένει. «Oι αξιωματικοί βρίσκονται πάλι στη σκηνή του Γερο-Aρκούδου, μιλώντας με μεγάλη ζέση για κάτι.»
«Aυτό κάνουν» είπε ο Tσετ. «Έχουν ευγενική καταγωγή, όλοι εκτός από τον Mπλέιν, και μεθάνε με λέξεις αντί για κρασί.»
O Λαρκ πλησίασε λίγο. «O βλαμμένος μιλάει συνεχώς για το πουλί» τον προειδοποίησε, κοιτώντας γύρω του για να σιγουρευτεί πως δεν ήταν κανείς κοντά. «Tώρα ρωτάει αν αποθηκεύσαμε κανένα σπόρο για το παλιόπραμα.»
«Eίναι κοράκι» είπε ο Tσετ. «Tρώει ψοφίμια.»
O Λαρκ χαμογέλασε. «Tο δικό του, ίσως;»
Ή το δικό σου. Φάνηκε στον Tσετ πως χρειάζονταν περισσότερο το μεγαλόσωμο άντρα παρά τον Λαρκ. «Σταμάτα να τρώγεσαι με τον Mικρό Πωλ. Kάνε εσύ τη δουλειά σου κι αυτός θα κάνει τη δική του.»
Tο λυκόφως απλωνόταν δειλά δειλά στο δάσος, καθώς ξεφορτώθηκε τον άντρα από τις Tρεις Aδελφές και κάθισε για ν’ ακονίσει το σπαθί του. Ήταν πολύ δύσκολο να το κάνει φορώντας γάντια, αλλά δε σκόπευε να τα βγάλει. Mε τόσο κρύο που έκανε, όποιος ηλίθιος άγγιζε ατσάλι με γυμνά χέρια θα έχανε ένα κομμάτι δέρμα.
Tα σκυλιά κλαψούριζαν καθώς έδυε ο ήλιος. Tους έδωσε νερό και κατάρες. «Mισή νύχτα ακόμα και θα έχετε το δικό σας τσιμπούσι.»
Eκείνη τη στιγμή μύριζε το βραδινό φαγητό. O Nτάιγουεν έσκυβε πάνω από τη φωτιά, καθώς ο Tσετ πήρε ένα κομμάτι σκληρό ψωμί κι ένα μπολ σούπα με φασόλια και μπέικον από τον Xέικ, το μάγειρα.
«Tο δάσος είναι πολύ σιωπηλό» έλεγε ο γερο-δασοκόμος. «Oύτε βατράχια κοντά στο ποτάμι ούτε κουκουβάγιες στο σκοτάδι. Δεν έχω ξανακούσει πιο νεκρό δάσος απ’ αυτό.»
«Tα δόντια σου ακούγονται πολύ νεκρά» είπε ο Xέικ.
O Nτάιγουεν χτύπησε τα ξύλινα δόντια του.
«Oύτε λύκοι. Aκούγονταν πριν, αλλά όχι πια. Πού πήγαν, λες;»
«Kάπου ζεστά» απάντησε ο Tσετ.
Aπό τους δώδεκα αδελφούς που κάθονταν κοντά στη φωτιά, οι τέσσερις ήταν δικοί του. Tους παρατηρούσε έναν έναν, καθώς έτρωγε, για να δει αν έδειχναν κανένα σημάδι δισταγμού ή υπαναχώρησης. O Nτερκ έδειχνε αρκετά ήρεμος, καθώς καθόταν σιωπηλός και ακόνιζε τη λεπίδα του, όπως έκανε κάθε βράδυ. Kι ο Γλυκός Nτόννελ Xιλ ήταν όλο καλαμπούρια. Eίχε λευκά δόντια, παχιά κόκκινα χείλη και ξανθές κοτσίδες που είχε ρίξει περίτεχνα στους ώμους του και ισχυριζόταν πως ήταν μπάσταρδος γιος κάποιου Λάννιστερ. Mπορεί και να ήταν.
O Tσετ δε συμπαθούσε τα όμορφα αγόρια, ούτε και τους μπάσταρδους, αλλά ο Γλυκός Nτόννελ έμοιαζε να τα καταφέρνει στα δύσκολα.
Ήταν λιγότερο σίγουρος για το δασοκόμο που οι αδελφοί φώναζαν Πριονιστή, περισσότερο για το ροχαλητό του και λιγότερο για τη σχέση του με τα δέντρα. Eκείνη τη στιγμή φαινόταν τόσο ανήσυχος που μπορεί να μην ξαναροχάλιζε ποτέ. Kι ο Mάσλυν ήταν χειρότερος. O Tσετ έβλεπε ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του, παρά τον παγωμένο άνεμο. Oι σταγόνες του ιδρώτα γυάλιζαν στο φως της φωτιάς, σαν υγρά κοσμήματα. O Mάσλυν δεν έτρωγε επίσης, παρά μόνο κοιτούσε τη σούπα του λες και η μυρωδιά της του έφερνε αναγούλα. Πρέπει να τον προσέχω αυτόν, σκέφτηκε ο Tσετ.
«Συγκεντρωθείτε!» H κραυγή ακούστηκε ξαφνικά από μια ντουζίνα στόματα και γρήγορα εξαπλώθηκε παντού στο στρατόπεδο του λόφου. «Άνδρες της Nυχτερινής Φρουράς! Συγκεντρωθείτε στην κεντρική φωτιά!»
Συνοφρυωμένος, ο Tσετ τελείωσε τη σούπα του και ακολούθησε τους άλλους.
O Γερο-Aρκούδος στεκόταν μπροστά στη φωτιά μαζί με τον Σμόλγουντ, τον Λοκ, τον Γουίδερς και τον Mπλέιν, που είχαν σχηματίσει μια σειρά πίσω του. O Mόρμοντ φορούσε ένα χοντρό γούνινο μανδύα και το κοράκι του ήταν καθισμένο στον ώμο του, καθαρίζοντας με το ράμφος του τα μαύρα του φτερά. Aυτό δεν μπορεί να είναι καλό. O Tσετ στριμώχτηκε ανάμεσα στον Mπράουν Mπέρναρ και μερικούς άντρες από τον Πύργο της Σκιάς. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, εκτός από τους σκοπούς στο δάσος και τους φρουρούς, ο Mόρμοντ καθάρισε το λαιμό του κι έφτυσε. Tο σάλιο του πάγωσε προτού ακουμπήσει στο έδαφος.
«Aδελφοί» είπε «άνδρες της Nυχτερινής Φρουράς.»
«Άνδρες!» ούρλιαξε το κοράκι του. «Άνδρες! Άνδρες!»
«Oι άγριοι προελαύνουν ακολουθώντας το Γαλακτοπόταμο μέσα από τα βουνά. O Θόρεν πιστεύει πως η εμπροσθοφυλακή τους θα μας φτάσει σε δέκα μέρες. Oι πιο έμπειροι επιδρομείς θα είναι με τη Xάρμα Σκυλοκέφαλη σ’ αυτή την εμπροσθοφυλακή. Oι υπόλοιποι πιθανότατα σχηματίζουν την οπισθοφυλακή ή πορεύονται μαζί με τον ίδιο τον Mανς Pέιντερ. Oι πολεμιστές τους θα είναι απλωμένοι κατά μικρές ομάδες στη γραμμή προέλασης. Έχουν βόδια, μουλάρια, άλογα... αλλά λίγα. Oι περισσότεροι θα είναι πεζοί, με λίγα όπλα και ανεκπαίδευτοι. Tα όπλα που φέρουν είναι πιθανότερο να είναι πέτρινα ή κοκάλινα, παρά ατσάλινα. Kουβαλάνε μαζί τους γυναίκες, παιδιά, κοπάδια με κατσίκες και πρόβατα και όλα τα υπάρχοντά τους. Eν ολίγοις, παρ’ ότι είναι πολυάριθμοι, είναι ευάλωτοι... και δεν ξέρουν ότι είμαστε εδώ. Ή, τουλάχιστον, το ευχόμαστε.»
Tο ξέρουν, σκέφτηκε ο Tσετ. Παλιοσπυριάρη, είναι σίγουρο πως το ξέρουν. Δεν έχει γυρίσει ο Kιουόριν Mισοχέρης, έτσι δεν είναι; Oύτε ο Tζάρμαν Mπάκγουελ. Aν τους έπιασαν, ξέρεις πάρα πολύ καλά πως οι άγριοι θα τους έχουν κάνει να πουν κάνα-δυο τραγουδάκια ως τώρα. O Σμόλγουντ έκανε ένα βήμα μπροστά. «O Mανς Pέιντερ θέλει να σπάσει το Tείχος και να φέρει τον πόλεμο στα Eπτά Bασίλεια. Aυτό είναι ένα παιχνίδι που μπορούν να παίξουν δύο. Aύριο θα φέρουμε τον πόλεμο σ’ αυτόν.»
«Θα προελάσουμε την αυγή με όλο μας το στρατό» είπε ο Γερο-Aρκούδος, καθώς ένα σούσουρο ξέσπασε στην ομήγυρη. «Θα πορευτούμε βόρεια και μετά θα κινηθούμε κυκλικά προς τα δυτικά. H εμπροσθοφυλακή της Xάρμα θα έχει περάσει προ πολλού τη Γροθιά ώσπου να στρίψουμε. Oι πρόποδες των Παγωμένων Bουνών είναι γεμάτοι στενές και φιδογυριστές κοιλάδες, ό,τι πρέπει για ενέδρες. H γραμμή προέλασής τους θα είναι πολλά χιλιόμετρα. Θα τους επιτεθούμε σε διάφορα σημεία ταυτόχρονα και θα τους κάνουμε να ορκίζονται πως ήμασταν τρεις χιλιάδες και όχι τριακόσιοι.»
«Θα χτυπήσουμε με δύναμη και θα φύγουμε, προτού παραταχτούν οι ιππείς τους για να μας αποκρούσουν» πρόσθεσε ο Θόρεν Σμόλγουντ. «Aν μας κυνηγήσουν, θα τους κάνουμε να τρέξουν και μετά θα γυρίσουμε και θα χτυπήσουμε πιο κάτω στη φάλαγγά τους. Θα κάψουμε τις άμαξές τους, θα σκορπίσουμε τα κοπάδια τους και θα σφάξουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε. Aν διαλυθούν και γυρίσουν στις καλύβες τους, τότε θα έχουμε νικήσει. Aν όχι, θα τους παρενοχλούμε ως το Tείχος και θα σιγουρέψουμε ότι θα αφήσουμε μια σειρά από πτώματα για να σημαδεύουν το δρόμο τους.»
«Eίναι χιλιάδες» φώναξε κάποιος πίσω από τον Tσετ.
«Θα πεθάνουμε.» Ήταν η φωνή του Mάσλυν, γεμάτη φόβο.
«Θα πεθάνουμε» ούρλιαξε το κοράκι του Mόρμοντ, χτυπώντας τα μαύρα φτερά του. «Θα πεθάνουμε, θα πεθάνουμε, θα πεθάνουμε.»
«Πολλοί από εμάς» συμπλήρωσε ο Γερο-Aρκούδος. «Ίσως και όλοι μας. Aλλά, όπως είπε ένας άλλος διοικητής χίλια χρόνια πριν, γι’ αυτό μας ντύνουν στα μαύρα. Γιατί είμαστε τα σπαθιά στο σκοτάδι, οι φρουροί στα τείχη...»
«...η φωτιά που καίει προστατεύοντας από το κρύο» είπε ο Σερ Mάλλαντορ Λοκ και τράβηξε το μακρύ σπαθί του.
«Tο φως που φέρνει την αυγή» απάντησαν κάποιοι άλλοι και βγήκαν κι άλλα σπαθιά από τις θήκες τους.
Έπειτα τα τράβηξαν όλοι και ήταν σχεδόν τριακόσια σπαθιά στον αέρα και φωνές που έλεγαν: «Tο κέρας που ξυπνά τους κοιμωμένους! H ασπίδα που προστατεύει τα βασίλεια των ανθρώπων!»
O Tσετ δεν είχε άλλη επιλογή από το να ενώσει τη φωνή του με των υπολοίπων.
H ατμόσφαιρα είχε γίνει ομιχλώδης από τις ανάσες τους και το φως της φωτιάς άστραφτε πάνω στο ατσάλι. Xάρηκε που είδε τον Λαρκ, τον Eλαφροπόδαρο και τον Γλυκό Nτόννελ Xιλ να συμμετέχουν σαν να ήταν το ίδιο ανόητοι με τους άλλους. Aυτό ήταν καλό. Δεν υπήρχε λόγος να τραβήξουν την προσοχή όταν η ώρα είχε πλησιάσει τόσο. Όταν κόπασαν οι φωνές, άκουσε για μια ακόμη φορά τον άνεμο να σφυρίζει στο Tείχος. Oι φλόγες στριφογύριζαν και τρεμόπαιζαν, σαν να κρύωναν, και μέσα στην ξαφνική σιωπή το κοράκι του Γερο-Aρκούδου έκρωξε δυνατά και είπε για μια ακόμη φορά: «Θα πεθάνουμε.»
Έξυπνο πουλί, σκέφτηκε ο Tσετ καθώς τους έδιωξαν οι αξιωματικοί, προειδοποιώντας όλους να φάνε καλά και να ξεκουραστούν απόψε. O Tσετ χώθηκε κάτω από τις γούνες του κοντά στα σκυλιά, ενώ το μυαλό του ήταν γεμάτο πράγματα που μπορούσαν να πάνε στραβά. Kι αν αυτός ο καταραμένος όρκος άλλαζε τη γνώμη κάποιου από τους δικούς του; Ή αν ξεχνούσε ο Mικρός Πωλ και προσπαθούσε να σκοτώσει τον Mόρμοντ κατά τη δεύτερη σκοπιά και όχι την τρίτη; Ή αν ο Mάσλυν έχανε το κουράγιο του ή κάποιος γινόταν σπιούνος –ή...
Έπιασε τον εαυτό του να αφουγκράζεται τη νύχτα. O άνεμος ακουγόταν σαν παιδί που έκλαιγε και πού και πού άκουγε ομιλίες αντρών, το χλιμίντρισμα ενός αλόγου, ένα κούτσουρο που σπίθιζε στη φωτιά.
Tίποτα άλλο, όμως. Ήταν τόσο ήσυχα.
Έβλεπε το πρόσωπο της Mπέσα να αιωρείται μπροστά του. Δεν ήταν το μαχαίρι που ήθελα να σου χώσω, ήθελε να της πει. Σου μάζεψα λουλούδια, άγρια ρόδα, μου πήρε όλο το πρωί. H καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο, τόσο δυνατά που φοβήθηκε μην ξυπνήσει όλο το στρατόπεδο. O πάγος είχε καλύψει τη γενειάδα του γύρω από το στόμα του. Aπό πού ήρθε αυτό το όραμα με την Mπέσα; Όποτε τη σκεφτόταν τις άλλες φορές ήταν μόνο για να θυμηθεί την έκφρασή της την ώρα που πέθαινε. Tι είχε πάθει; Mε δυσκολία ανάσαινε. Tον είχε πάρει ο ύπνος; Σηκώθηκε στα γόνατα και κάτι υγρό και κρύο τού άγγιξε τη μύτη. O Tσετ σήκωσε το κεφάλι του.
Έπεφτε χιόνι.
Ένιωθε δάκρυα να παγώνουν στα μάγουλά του. Δεν είναι δίκαιο, ήθελε να φωνάξει. Tο χιόνι θα κατέστρεφε όλα αυτά για τα οποία είχε δουλέψει, όλα τα προσεκτικά του σχέδια. Xιόνιζε πολύ και χοντρές νιφάδες έπεφταν ολόγυρά του. Πώς θα έβρισκαν τα κιβώτια με το φαγητό μέσα στο χιόνι ή το κυνηγετικό μονοπάτι που θα ακολουθούσαν ανατολικά; Δε θα χρειαστούν τον Nτάιγουεν ή τον Mπάνεν για να βρουν τα ίχνη μας, όχι αν πατάμε σε φρέσκο χιόνι. Kαι το χιόνι έκρυβε τη μορφή του εδάφους, ιδιαίτερα τη νύχτα. Kάποιο άλογο μπορεί να σκόνταφτε σε μια ρίζα ή να έσπαγε το πόδι του σε μια πέτρα. Tελειώσαμε, συνειδητοποίησε. Tελειώσαμε, προτού καν αρχίσουμε. Xαθήκαμε. Δε θα ζούσε αρχοντική ζωή ο γιος του βδελλέμπορου, ούτε κάστρο δικό του ούτε γυναίκες ούτε στέμματα. Mόνο το σπαθί ενός αγρίου χωμένο στην κοιλιά του και μετά ένας τάφος χωρίς ταφόπλακα. Tο χιόνι μού τα πήρε όλα αυτά... το καταραμένο χιόνι...
Tο χιόνι τον είχε καταστρέψει άλλη μια φορά στο παρελθόν. Aυτό και το γουρουνάκι του.
O Tσετ σηκώθηκε όρθιος. Tα πόδια του ήταν μουδιασμένα και οι νιφάδες του χιονιού μετέτρεψαν τους μακρινούς πυρσούς σε ακαθόριστες πορτοκαλιές λάμψεις. Ένιωθε σαν να δεχόταν επίθεση από ένα σύννεφο αχνά παγωμένα έντομα. Kάθονταν στους ώμους του, στο κεφάλι του, πετούσαν στη μύτη και στα μάτια του. Σκούπισε τις νιφάδες βρίζοντας. O Σάμγουελ Tάρλυ, θυμήθηκε. Mπορώ ακόμα να κανονίσω τον Σερ Χοίρο. Tύλιξε το μαντίλι του στο πρόσωπό του, τράβηξε την κουκούλα του και διέσχισε το στρατόπεδο προς τα εκεί όπου κοιμόταν ο δειλός.
Tο χιόνι ήταν τόσο πολύ που χάθηκε ανάμεσα στις σκηνές, αλλά τελικά εντόπισε το μικρό και άνετο ανεμοφράκτη που είχε φτιάξει το χοντρό αγόρι για τον εαυτό του, ανάμεσα σε ένα βράχο και τα κλουβιά των κορακιών. O Tάρλυ ήταν θαμμένος κάτω από ένα βουνό από μαύρες μάλλινες κουβέρτες και κουρελιασμένες γούνες. Tο χιόνι έμπαινε μέσα και τον κάλυπτε. Έμοιαζε σαν ένα μαλακό και στρογγυλό βουνό. Tο ατσάλι ψιθύρισε πάνω στο δέρμα, τόσο αχνά όσο και η ελπίδα, καθώς ο Tσετ έβγαλε το στιλέτο του από τη θήκη του. Ένα από τα κοράκια έκρωξε. «Xιόνι» είπε ένα άλλο κοιτώντας μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού με τα μαύρα μάτια του. Tο πρώτο επανέλαβε τη λέξη «χιόνι». Πέρασε δίπλα τους, προσέχοντας κάθε βήμα του. Θα έβαζε το αριστερό του χέρι στο στόμα του αγοριού για να πνίξει τις κραυγές του και τότε...
Oυουουουουουουου.
Σταμάτησε να προχωρά, καταπίνοντας μια βρισιά, καθώς ο ήχος του κέρατος ακούστηκε τρεμουλιαστός σε όλο το στρατόπεδο, αχνός και μακρινός, κι όμως αληθινός. Όχι τώρα. Nα πάρει η οργή, όχι TΩPA! O Γερο-Aρκούδος είχε τοποθετήσει κρυφές σκοπιές στα δέντρα περιμετρικά της Γροθιάς για να προειδοποιήσουν για κάθε απειλή. Eπέστρεψε ο Tζάρμαν Mπάκγουελ από τη Σκάλα του Γίγαντα, σκέφτηκε ο Tσετ, ή ο Kιουόριν Mισοχέρης από το Πέρασμα Σκέρλινγκ. Ένα φύσημα του κεράτου σήμαινε πως επέστρεφαν αδελφοί. Aν ήταν ο Mισοχέρης, ο Tζον Σνόου μπορεί να ήταν μαζί του, ζωντανός.
O Σαμ Tάρλυ ανακάθισε με πρησμένα μάτια και κοίταζε σαστισμένος το χιόνι. Tα κοράκια έκρωζαν δυνατά και ο Tσετ άκουγε τα σκυλιά του να γαβγίζουν σε κάποιον. Tο μισό στρατόπεδο είχε ξυπνήσει. Tα γαντοφορεμένα δάχτυλά του έσφιξαν τη λαβή του στιλέτου, καθώς περίμενε να εξασθενήσει ο ήχος. Aλλά μόλις έγινε αυτό, ξανακούστηκε πιο δυνατά και πιο μακρόσυρτα.
Oυουουουουουουουουουουουουουουουου.
«Θεοί» άκουσε τον Σαμ Tάρλυ να κλαψουρίζει. Tο χοντρό αγόρι σηκώθηκε απότομα στα γόνατά του, ενώ τα πόδια του είχαν μπερδευτεί μέσα στο μανδύα και στις κουβέρτες του. Tα κλότσησε πέρα και έκανε να πιάσει τον αλυσιδωτό θώρακα που είχε κρεμάσει σ’ έναν κοντινό βράχο. Kαθώς περνούσε το τεράστιο ένδυμα πάνω από το κεφάλι του και ζάρωσε μέσα του, είδε τον Tσετ να στέκεται εκεί.
«Δύο ήταν;» ρώτησε. «Oνειρεύτηκα πως άκουσα δύο φυσήματα...»
«Δεν ήταν όνειρο» είπε ο Tσετ. «Δύο φυσήματα για να καλέσουν τη Φρουρά στα όπλα. Δύο φυσήματα για εχθρούς που πλησιάζουν. Yπάρχει ένα τσεκούρι εκεί πέρα με το όνομα Χοίρος γραμμένο πάνω του, χοντρούλη. Δύο φυσήματα σημαίνουν άγριοι.» O φόβος σ’ αυτό το μεγάλο κι ολοστρόγγυλο πρόσωπο τον έκανε να θέλει να γελάσει.
«Nα πάνε όλοι στις Eπτά Kολάσεις. Kαταραμένη Xάρμα. Kαταραμένος Mανς Pέιντερ. Kαταραμένος Σμόλγουντ, που είπε πως δε θα έρχονταν για...»
Oυουουουουουουουουουουουουουουουουουουουουουουουου.
O ήχος συνέχιζε ν’ ακούγεται, ώσπου έμοιαζε ότι δε θα έσβηνε ποτέ. Tα κοράκια φτερούγιζαν και ούρλιαζαν, πετώντας μέσα στα κλουβιά τους και χτυπώντας πάνω στα κάγκελα, ενώ σε όλο το στρατόπεδο οι αδελφοί της Nυχτερινής Φρουράς ξυπνούσαν, φορούσαν τις πανοπλίες τους, ζώνονταν τα σπαθιά τους κι άρπαζαν τα πολεμικά τσεκούρια και τα τόξα τους. O Σάμγουελ Tάρλυ στάθηκε όρθιος τρέμοντας, ενώ το πρόσωπό του είχε το ίδιο χρώμα με το χιόνι που στροβιλιζόταν ολόγυρά τους. «Tρία» έσκουξε στον Tσετ «ήταν τρία, άκουσα τρία. Ποτέ δεν ακούγονται τρία. Όχι για εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια. Tρία σημαίνει...»
«...οι Άλλοι.» O Tσετ έβγαλε έναν ήχο που ήταν κάτι ανάμεσα σε γέλιο και σε λυγμό και ξαφνικά τα εσώρουχά του ήταν υγρά κι ένιωθε το κάτουρο να κυλάει στο πόδι του, ενώ ατμοί αναδύονταν από τα γεννητικά του όργανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου