Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Καλοκαιρινός ύπνος, στον ήλιο του μεσημεριού...


Από τα παιδικά καλοκαίρια όλοι θα θυμόμαστε το δίωρο υποχρεωτικό διάλειμμα -μετά το μπάνιο στη θάλασσα και το μεσημεριανό φαγητό.
Οι μεγάλοι χρησιμοποιούσαν μια παλιομοδίτικη λέξη για να περιγράψουν την παράξενη συνήθειά τους να κόβουν τη μέρα στα δύο: σιέστα.
Για εμάς, τα παιδιά, «σιέστα» ήταν το αφόρητο απογευματινό δίωρο που απαγορευόταν να παίζουμε ή να μιλάμε.
Σιέστα ήταν η ώρα που κοιτάζαμε το ταβάνι του δωματίου μας, τους τοίχους, τις πρίζες, τα κάδρα, τα δάχτυλα των ποδιών μας.
Ο ύπνος μας έπαιρνε σχεδόν ψυχαναγκαστικά: κοιμόμασταν βαθιά και ξυπνούσαμε από την αίσθηση του αλατιού που αγκύλωνε το δέρμα μας, από το σάλιο στο μαξιλάρι μας.
Αντιδρούσαμε τότε είτε με εσωστρεφή μελαγχολία είτε με θυμό. Χάσαμε τη μέρα, χάσαμε το παιχνίδι μας.
Με το πέρασμα του χρόνου η σιέστα εξοβελίστηκε από τη ζωή μας επειδή υπήρχαν πάντα επείγουσες ασχολίες και ο απογευματινός ύπνος έμοιαζε με συνήθεια αργόσχολων.
Ακόμη κι όταν τα μάτια μας μισόκλειναν, φοβόμασταν ότι μπορεί να θεωρηθούμε μια αυθεντική μεσογειακή καρτ ποστάλ: οι μεσήλικες που γέρνουν το καπέλο και παίρνουν έναν υπνάκο στο τραπέζι του καφενείου.
Η βιολογία, όμως, έχει τους δικούς της κανόνες. Εκεί, γύρω στις τρεις, μετά το μεσημεριανό φαγητό, τα βλέφαρα γέρνουν και το σώμα λέει με τον τρόπο του «λυπήσου με».
Το φαινόμενο ονομάζεται ανάγκη για σιέστα. Η λέξη είναι ισπανική: προέρχεται από τη λατινική έκφραση hora sexta (έκτη ώρα) -αν μετρήσει κανείς το ξεκίνημα της μέρας από την αυγή. Άρα η ώρα της σιέστα είναι η δωδεκάτη μεσημβρινή, συνήθεια που τηρείται απαρέγκλιτα στα χωριά της Ισπανίας, της Ιταλίας, ίσως και της Ελλάδας, όπου η εργάσιμη μέρα αρχίζει νωρίς. Στις πόλεις ξεκινάμε τη μέρα μας αργότερα, οπότε μετατίθεται και η σιέστα.


Σήμερα ο ισπανικός ορισμός της σιέστα είναι δεκαπέντε ως τριάντα λεπτά ξεκούρασης χωρίς τηλέφωνο ή άλλους θορύβους. Μετά τη σιέστα ενδείκνυται ένα ποτήρι νερό και ένα κομμάτι σοκολάτας. Συμβουλή που συνάδει με την ιατρική εξήγηση της σιέστα: πέφτει το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα, ιδίως ύστερα από ένα βαρύ μεσημεριανό και αρχίζει η υπνηλία.
Καθώς, όμως, η παραγωγικότητα δεν ευνοείται με νυσταλέους εργαζόμενους, η σιέστα διανύει τη δεύτερη άνθισή της, ιδίως στις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Η ερευνήτρια του Salk Institute της Καλιφόρνια, η Σάρα Μέντνικ, χαρακτήρισε τη σιέστα «προϊόν που ενισχύει τη συνείδηση, βελτιώνει τη σεξουαλική ζωή, περιορίζει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών νοσημάτων, την παχυσαρκία και δυναμώνει τη μνήμη». Έτσι, η σιέστα διάβηκε επισήμως το κατώφλι των επιχειρήσεων. Είναι παράξενο, αλλά μόνο αν μας το πουν, αν μας το αποδείξουν με μετρήσεις και έρευνες, θεωρούμε ευεργετική μια συνήθεια. Διστάζουμε να επενδύσουμε χρόνο σε κάτι αντιπαραγωγικό, ακόμη κι όταν το σώμα μας φωνάζει για το αντίθετο.
Κατά βάθος χαίρομαι που η σιέστα αναβαθμίστηκε και που δεν είναι πια μια γραφική μεσογειακή συνήθεια. Χάρη στις έρευνες μπορώ να την κατατάξω στις ωφέλιμες πρακτικές και ίσως ακόμα και να την ενστερνιστώ. Πράγμα που αποδεικνύει ότι πολύ συχνά είμαστε δέσμιοι του παρελθόντος μας ή των στερεοτύπων γύρω από το πώς πρέπει ή δεν πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας.

gourmed

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...