Η ανατολή έχει αρχίσει να βάφεται με ένα ρόδινο χρώμα, αν και ακόμη δείχνει σαν μια άρρωστη εκδήλωση του βαθύ μπλε της νύχτας, παρά σαν μια χαρούμενη παραλλαγή του κόκκινου της αυγής, σαφές δείγμα ότι ο ήλιος θα αργήσει αρκετά να ανατείλει στην έρημο της Τρανς Πέκος.
Παρ’ όλα αυτά, πέντε καβαλάρηδες έχουν ήδη ξεκινήσει σιωπηλοί την πορεία τους, παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου, που τους οδηγεί όλο και πλησιέστερα στην Μάρφα.
Ακούγονται μόνο οι οπλές των αλόγων που βροντούν στο χώμα και στα χαλίκια και ο διαρκής ψίθυρος του ανέμου, που δεν έχει σταματήσει να φυσάει, άλλοτε ξέπνοα και άλλοτε με μανιασμένη ορμή, όλες τις τελευταίες ημέρες.
Πρώτη σπάζει την σιωπή η μοναδική κοπέλα της έφιππης παρέας.
-Μας είπατε πως έχετε ξαναπάει στην Μάρφα, έτσι δεν είναι, κύριε Ο’ Πλαφ;
Ο συνταξιδιώτης της Θρυλικής Τετράδας κάνει μια ελαφρά υπόκλιση προς την Ντιάνα.
-Σωστά μιλάτε, δεσποινίς μου. Μόλις πριν μερικές περιστροφές του ήλιου μας γύρω από τον φτωχό μας κόσμο, είχα κληθεί να περιποιηθώ το τραύμα από σφαίρα στον ώμο ενός ράντσερ. Ατυχής περίπτωση. Αλλά όλα πήγαν κατ’ ευχήν, έτσι ώστε να επιστρέφω τώρα για να δω πόσο έθρεψε η πληγή του και να αφαιρέσω τα ράμματα απ’ αυτήν.
Ο Τζιμ αρπάζει την ευκαιρία για να μάθει περισσότερα.
-Είναι μεγάλη πόλη η Μάρφα;
Ο Τζο Ο’ Πλαφ πνίγει ένα κοφτό γέλιο.
-Η Μάρφα; Δεν είναι καν πόλη. Ένας καταυλισμός Κινέζων εργατών είναι, που στήνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. Υπάρχουν ελάχιστοι Αμερικανοί σ’ αυτήν. Απλά είναι κομβικό σημείο, γι’ αυτό η Εταιρία Σιδηροδρόμων εγκατέστησε έναν σταθμό νερού εκεί, για να ψύχονται και ν’ ανεφοδιάζονται με ύδωρ οι ατμομηχανές των τραίνων.
-Και μήπως, μουτσάτσο, είδες κάτι παράξενο σ’ αυτήν την πόλη;
Ο Σκοτσέζος γιατρός κοιτάζει διερευνητικά τον Πεπίτο, προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει την ουσία της ερώτησής του.
Μάταια.
-Τι εννοείτε, κύριε Γκονζάλες;
Το Μεξικανόπουλο χαμηλώνει την φωνή του, χλωμιάζοντας και μόνο στο άκουσμα των λέξεων που αναγκάζεται να προφέρει.
-Φαντάσματα ή πεθαμένους να περπατούν ή κάτι τέτοιο, όμπρε (άνθρωπε);
Ο Ο’ Πλαφ ετοιμάζεται να γελάσει αλλά αμέσως αυτοσυγκρατείται και παίρνει την πιο σοβαρή έκφραση που μπορούν να σχηματίσουν οι μύες του προσώπου του.
-Τίποτα που να μπορεί να φοβίσει τον Τρόμο των Παρανόμων!, αναφωνεί με επισημότητα.
Ο Πεπίτο ξεφυσάει ανακουφισμένος καθώς το κόκκινο χρώμα επανέρχεται στα μάγουλά του.
-Το ρώτησα απλά, αμίγκο, γιατί ο Πελεγκρίνο μου εκνευρίζεται αφάνταστα όταν δεν υπάρχει κανείς με σάρκα και οστά να κλωτσήσει.
-Μην ανησυχείτε, κύριε Γκονζάλες. Πολύ σύντομα θα σας λυθούν όλες σας οι απορίες. Να η Μάρφα. Είναι μπροστά μας.
Πράγματι, οι πρώτες ηλιαχτίδες του άστρου της ημέρας που μόλις έχει ανατείλει, φέρνουν στο φως του οπτικού τους πεδίου μια πόλη στο βάθος της πορείας τους, εκεί που φαίνεται να τελειώνουν οι ατέλειωτες σιδηρογραμμές.
Ο Τζιμ σπιρουνίζει τον Κεραυνό για να επιταχύνει και τον μιμούνται και οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες του...
[Απόσπασμα από τη νέα αδημοσίευτη περιπέτεια της Θρυλικής Τετράδας,
με τίτλο "Ο Διάβολος σηκώνει τους νεκρούς"]
🔎2376
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου