Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Γουέστερν διήγημα: Ο χρυσός λύκος


Συγγραφέας: Ποδάρας Ιωανν. Αθανάσιος


Εδώ και δυο εβδομάδες ο Μαρκ Τζόουνς είχε εγκατασταθεί στους Μαύρους Βράχους, μια περιοχή της Βιρτζίνια, κοντά στην πόλη Μέρεντιθ.
Αρχικά, είχε πιάσει δουλειά στην Μέρεντιθ, στο ράντσο «Το μεγάλο κέρατο» του Τζωρτζ Μπάξτερ, ενός εκ των μεγαλυτέρων ιδιοκτητών γης της Βιρτζίνια. Στόχος του ήταν να κερδίσει αρκετά χρήματα και να γυρίσει στο μικρό χωριό του για να παντρευτεί την παιδική του αγάπη, την πανέμορφη Άνναμπελ. Η Άνναμπελ ήταν μια εξαιρετική κοπέλα που την διεκδικούσανε πολλοί, μιας και εκτός από όμορφη ήταν εξαίρετη νοικοκυρά και μαγείρισσα, πολύ ευγενική και θρησκευάμενη.
Στη δουλειά τα πήγαινε πολύ καλά και το αφεντικό του τον συμπάθησε πολύ γρήγορα, όμως ένα περιστατικό που συνέβη πριν λίγο καιρό ανάγκασε τον Μαρκ Τζόουνς να τα παρατήσει όλα και να πάει στους Μαύρους Βράχους.
Ένα απόγευμα έσωσε από βέβαιο θάνατο έναν Ινδιάνο της φυλής των Τσούκα, που τον είχε δαγκώσει κροταλίας. Ο Ινδιάνος, για να τον ευχαριστήσει, του αποκάλυψε ένα μυστικό:
«Στους Μαύρους Βράχους, του είπε, υπάρχουν γυαλιστερές πέτρες σαν κρύσταλλα, τις οποίες εσείς οι λευκοί ονομάζετε διαμάντια. Για μας είναι σχεδόν άχρηστες, για σας όμως είναι πολύτιμες. Εάν τις βρεις θα γίνεις πλούσιος. Σε εξορκίζω μόνο, για το καλό της φυλής μου, να μην μιλήσεις γι’ αυτές τις πέτρες σε κανέναν άλλο»…
Ο Μαρκ, φυσικά, του το υποσχέθηκε. Λίγες μέρες αργότερα πήρε την απόφαση να φύγει από το ράντσο και πήγε στους Μαύρους Βράχους. Άρχισε να ψάχνει αμέσως. Είχε στο μυαλό του ότι πλέον θα μπορούσε όχι μόνο να παντρευτεί την Άνναμπελ αλλά και να βοηθήσει οικονομικά τα αδέλφια του και το χωριό ολόκληρο…
Είχαν περάσει, όμως, ήδη δυο εβδομάδες και δεν είχε ανακαλύψει τίποτα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ινδιάνος του είπε ψέματα. Από την μέχρι τώρα εμπειρία του ήξερε ότι οι Ινδιάνοι είναι ειλικρινείς.
Κόντευε δέκα το πρωί και ένιωθε ήδη κουρασμένος, μιας και ξεκινούσε από πολύ νωρίς την αναζήτηση. Κάθισε σε μια πέτρα και έβγαλε να στρίψει τσιγάρο. Τότε πρόσεξε μια τρύπα στη βάση δύο βράχων. Ήταν μικρή, αρκετά μεγάλη όμως ώστε να χωρέσει έναν άνθρωπο που θα σερνόταν. Χωρίς να διστάσει, πήρε ένα φανάρι από τα σύνεργά του και αφού το άναψε έσκυψε και χώθηκε στο άνοιγμα.
Για περίπου τρία μέτρα συνέχισε να σέρνεται, όταν ξαφνικά τα πάντα γύρω του άρχισαν να αστραποβολούν! Ο χώρος ήταν γεμάτος διαμάντια, διαφόρων μεγεθών! Τα έχασε για μια στιγμή. Αυτό που έβλεπε δεν μπορούσε να το φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα.
Πήρε όσο περισσότερα διαμάντια μπορούσε και γέμισε μια μικρή δερμάτινη τσάντα που είχε φορτωμένη στο άλογό του. Έπειτα, ανέβηκε στο ζώο και γεμάτος χαρά το έβαλε να κινηθεί προς την Μέρεντιθ. Στο μυαλό του άρχισε ήδη να κάνει όνειρα και λογαριασμούς. Θα αγόραζε ένα μεγάλο ράντσο με πολλά γελάδια και θα ζούσε ευτυχισμένος με την Άνναμπελ…
Ξαφνικά, πίσω από μια στροφή των βράχων, άκουσε καλπασμό. Από ένστικτο, τράβηξε τα χαλινάρια και κρύφτηκε μαζί με το άλογο πίσω από κάτι ψηλούς θάμνους.
Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους επτά έφιπποι πολεμιστές της φυλής των Τσούκα. Κοντοστάθηκαν και ο πρώτος από αυτούς έδειξε προς το βάθος της κοιλάδας όπου φαινόταν η Μέρεντιθ. Ο Μαρκ είχε κάνει για ένα διάστημα ανιχνευτής στο στρατό, οπότε γνώριζε αρκετές από τις διαλέκτους των ερυθρόδερμων.
«Εγώ είμαι σίγουρος ότι τα χλωμά πρόσωπα έκλεψαν το ιερό άγαλμα της φυλής μας», λέει ο επικεφαλής των Ινδιάνων. «Αν μέχρι αύριο δεν το επιστρέψουν, όπως τους μηνύσαμε, θα κάψουμε την πόλη τους και θα τους σκοτώσουμε όλους για να αποφύγουμε την οργή του θεού Λύκου».
«Ο σερίφης τους, λέει ότι δεν το έχουν αυτοί το άγαλμα», του λέει ένας άλλος.
«Λόγια των λευκών, που είναι σαν τον άνεμο».
Ο Μαρκ παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον την συζήτηση. Μόλις οι καβαλάρηδες απομακρύνονται, ανεβαίνει στο άλογό του και φεύγει καλπάζοντας για την πόλη. Φτάνοντας εκεί, διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι έχουν ήδη κλείσει της εισόδους της πόλης. Μάλιστα, στο σημείο απ’ όπου πάει να περάσει, βρίσκεται και ο σερίφης της πόλης. Μόλις τον βλέπει εκείνος, πηγαίνει κοντά του.
«Από πού έρχεσαι κάου-μπόυ;», τον ρωτάει.
«Από τους Μαύρους Βράχους, σερίφη και έχω νέα να σου πω».
Ο αντιπρόσωπος του νόμου τον κοιτάζει με ενδιαφέρον. Ο Μαρκ, με λίγα λόγια του εξηγεί όσα έτυχε ν’ ακούσει από τους Ινδιάνους. Στο τέλος, ο σερίφης κουνάει το κεφάλι του.
«Έχω ήδη προσπαθήσει να μάθω αν υπάρχει στην πόλη μας κάποιος τόσο ανεύθυνος που να έχει κλέψει αυτό το άγαλμα. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να τον εντοπίσω. Πίεσα ακόμα κι εκείνους που εγώ θεωρούσα ύποπτους, όμως όλοι αρνήθηκαν ότι το έκαναν. Γι΄ αυτό κι εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω την άμυνα της πόλης, αφού όπως φαίνεται δεν θα καταφέρουμε να αποφύγουμε την επίθεση των Ινδιάνων…».
«Αν μου επιτρέπεις, σερίφη, μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Φυσικά. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, κάθε βοήθεια είναι πολύτιμη».
Πράγματι, ο Μαρκ βοηθάει τους κατοίκους να οργανώσουν την άμυνά τους, ενώ όπου χρειάζεται δίνει και ο ίδιος οδηγίες. Μέχρι να πέσει το σκοτάδι, η Μέρεντιθ θυμίζει απόρθητο φρούριο.
Ο Μαρκ πηγαίνει και νοικιάζει δωμάτιο στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστεί, όμως έχει βάλει κάτι στο μυαλό του. Ξυπνάει αργά τη νύχτα και αποφασίζει να κάνει μια βόλτα στην πόλη, μήπως και ανακαλύψει τίποτα. Προχωρά αθόρυβα στους δρόμους της μικρής πόλης και προσπαθεί να ακούσει τυχόν ομιλίες.
Ξαφνικά, ανασκιρτά. Προσέχει ένα μικρό σπιτάκι από το παράθυρο του οποίου φέγγει ένα χαμηλό φως. Πλησιάζει με μεγάλη προσοχή, για να μην γίνει αντιληπτός και ακούει φωνές. Στέκεται σκυφτός, κάτω από το παράθυρο, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τι λένε. Και τότε, μένει με το στόμα ανοιχτό!
«Μπράβο, “Ουρά του Κροταλία”!», ακούει μια αντρική φωνή. «Με αυτό το άγαλμα, στην Βιρτζίνια, θα κάνουμε μεγάλη ζωή. Κι εσύ θα ζεις μαζί με τους λευκούς, θα γίνεις σαν κι εμάς».
Ο Μαρκ ανασηκώνει λίγο το κεφάλι και βλέπει τρεις άνδρες, δύο λευκούς κι έναν Ινδιάνο, να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι βρίσκονται αραδιασμένα μπουκάλια με ουίσκι ενώ στη μέση του τραπεζιού βλέπει κάτι που τον κάνει να συγκρατήσει με κόπο ένα επιφώνημα χαράς: ένα χρυσό αγαλματίδιο λύκου!
«Θα μπορώ να έχω όσο νερό της φωτιάς θελήσω;», ρωτάει ο Ινδιάνος.
«Για όλα σου τα χρόνια!», απαντά ο άλλος.
Ανταλλάσουν πολλές κουβέντες ακόμα μεταξύ τους και ο Μαρκ συνεχίζει να τους παρακολουθεί, μέχρι που τους βλέπει να γέρνουν τα κεφάλια τους πάνω στο τραπέζι και να αποκοιμιούνται μεθυσμένοι.
Τότε, σηκώνεται προσεκτικά και τρέχει προς την άκρη της πόλης που ξέρει ότι βρίσκεται ο σερίφης. Φτάνει εκεί την ώρα που ο ήλιος έχει αρχίσει να ανατέλλει.
 Η πόλη βρίσκεται επί ποδός πολέμου. Στο βάθος, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπά, σημαίνοντας συναγερμό. Οι Τσούκα έχουν εμφανιστεί σε έναν λόφο, έτοιμοι να επιτεθούν.
Ο Μαρκ ψάχνει να βρει με το βλέμμα του τον σερίφη, την ώρα που οι Ινδιάνοι ξεκινούν την επίθεση με άγριες πολεμικές ιαχές! Οι στιγμές είναι δραματικές και ο Μαρκ καταλαβαίνει ότι δεν έχει πολλές επιλογές.
Βγάζει το μαντήλι του απ’ το λαιμό και αφού πηδάει το οδόφραγμα, τρέχει προς του Ινδιάνους που κατεβαίνουν καλπάζοντας τον λόφο. Αρχίζει να τους κουνάει από μακριά το μαντήλι.
«Μα τι κάνει, τρελάθηκε;», αναρωτιούνται πίσω του οι κάτοικοι της Μέρεντιθ.
Την ίδια στιγμή, ένας από τους πολεμιστές Τσούκα που καλπάζει δίπλα στον αρχηγό του, τον πλησιάζει και κάτι του λέει. Αμέσως, εκείνος, τραβάει τα χαλινάρια και ταυτόχρονα σηκώνει το χέρι του ψηλά. Όλοι οι υπόλοιποι Ινδιάνοι σταματούν πίσω του.
Μαζί με τον πολεμιστή που του μίλησε, ο αρχηγός των Ινδιάνων προχωρεί έφιππος προς το μέρος του Μαρκ, ο οποίος στέκεται ανάμεσα στους Τσούκα και την Μέρεντιθ.
Την ίδια στιγμή, ο σερίφης της πόλης αρχίζει να τρέχει κι εκείνος προς το μέρος του Μαρκ, μαζί με τον βοηθό του.
Στο μεταξύ, ο Μαρκ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του πολεμιστή Τσούκα, τον Ινδιάνο που έσωσε πριν λίγο καιρό από το δάγκωμα του κροταλία.
«Με θυμάσαι;», τον ρωτάει ο Ινδιάνος. «Είμαι αυτός που του έσωσες τη ζωή. Λέγομαι “Νύχι του Γερακιού” και είμαι γιος του αρχηγού “Πόδι της Αρκούδας”»…
«Σ’ ευχαριστώ που έσωσες τη ζωή του γιου μου», παίρνει τον λόγο ο αρχηγός των Τσούκα. «Πες μου, όμως, γιατί είσαι εδώ; Τι έχεις να μας πεις;».
«Μεγάλε αρχηγέ», του λέει ο Μαρκ, ενώ δίπλα του έχουν έρθει κι έχουν σταθεί ο σερίφης με τον βοηθό του. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Μπορείς να μου πεις που βρίσκεται ένας από τους πολεμιστές σου που λέγεται “Ουρά του Κροταλία”;».
Ο αρχηγός των Ινδιάνων διατάζει να έρθει μπροστά του ο συγκεκριμένος πολεμιστής, όμως γρήγορα του αναφέρουν ότι η “Ουρά του Κροταλία” δεν βρίσκεται ανάμεσά τους.
Με λίγα λόγια, ο Μαρκ, εξηγεί στους έκπληκτους συνομιλητές του αυτό που ανακάλυψε τη νύχτα. Αμέσως ο σερίφης με τον βοηθό του τρέχουν στο σπίτι που τους υποδεικνύει και σε λίγο επιστρέφουν σέρνοντας μαζί τους και τους τρεις μεθυσμένους άντρες. Ο σερίφης κρατάει στα χέρια του και το πολύτιμο χρυσό αγαλματίδιο.
Οι Ινδιάνοι ξεσπούν σε αλαλαγμούς χαράς, μόλις το αντικρίζουν.
«Πάρτε αυτόν τον αχρείο», λέει στον γιο του ο αρχηγός της φυλής, «και σκοτώστε τον! Εξαιτίας του θα έχαναν τη ζωή τους πολλοί πολεμιστές μας!».
Ο Μαρκ γυρίζει στον αρχηγό.
«Αν μου επιτρέπεται, μεγάλε αρχηγέ…», του λέει. «Πιστεύω ότι η καλύτερη τιμωρία γι’ αυτόν θα ήταν να τον βάλετε να βοηθάει τις γυναίκες της φυλής σε όλες τις δουλειές τους!».
Ο αρχηγός “Πόδι της Αρκούδας” σκέφτεται για λίγο κι έπειτα λέει:
«Εντάξει, χλωμό πρόσωπο. Αφού το ζητάς εσύ, έτσι θα γίνει».
Σε λίγο, οι Ινδιάνοι φεύγουν. Σιγά-σιγά γίνεται γνωστό ότι η πόλη σώθηκε χάρη στον Μαρκ Τζόουνς. Όλοι οι κάτοικοι της Μέρεντιθ φτάνουν για να τον συγχαρούν και να τον ευχαριστήσουν.
«Σερίφη, τι θα τους κάνουμε αυτούς τους δύο;», ρωτάει κάποιος τον αντιπρόσωπο του νόμου.
Εκείνος γυρίζει και κοιτάζει τους δύο μεθυσμένους, που μάλλον ακόμα δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Έπειτα στρέφεται προς τον Μαρκ.
«Εσύ, τι λες;», τον ρωτάει.
«Να τους βάλετε να καθαρίζουν την πόλη, για όλη την υπόλοιπη ζωή τους! Η πράξη τους παραλίγο να οδηγήσει σε τραγωδία…».
«Κι εσύ; Τι δώρο θέλεις να σου κάνουμε; Σου οφείλουμε τόσα πολλά…».
«Ναι, ναι!», φωνάζουν όλοι. «Ζήτησέ μας ότι θέλεις!»
Ο Μαρκ χαμηλώνει το κεφάλι.
«Φίλοι μου, σας ευχαριστώ… Αυτό που θέλω να κάνω πρώτα απ’ όλα είναι να τηλεγραφήσω στο χωριό μου. Έπειτα, θέλω να με βοηθήσετε να συγκεντρώσω κάποια εφόδια για να τα πάρω μαζί μου. Πρόκειται να φτιάξω ένα δικό μου ράντσο…».
Επευφημίες ακούγονται από παντού.
Την άλλη μέρα, ο Μαρκ Τζόουνς βρίσκεται μέσα σε ένα τρένο και ταξιδεύει για τον τόπο του. Οι κάτοικοι της Μέρεντιθ τον βοήθησαν να συγκεντρώσει πολλά από τα πράγματα που θα χρειαστεί για το ξεκίνημα της νέας του ζωής.
Σκέφτεται ότι ο Θεός τον βοήθησε και όλα του πήγαν καλά. Γυρίζει θριαμβευτής στο χωριό του.
Τώρα το μέλλον του διαγράφεται ευοίωνο…

ΤΕΛΟΣ


© Copyright: Τα δικαιώματα παραμένουν στον συγγραφέα και παρακαλούμε όπως είστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί σε περίπτωση αντιγραφής μέρους του κειμένου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...